-
1 κεστρινίσκος
κεστρινίσκος, ὁ, dim. von κεστρῖνος, Clearch. bei Ath. VIII, 332 c; VLL.
-
2 κεντρίσκος
κεντρίσκος, ὁ, eine Fischart, Theophr.; Schneider vermuthet κεστρινίσκος.
См. также в других словарях:
κεστρινίσκος — κεστρινίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κεστρίνος* … Dictionary of Greek
κεστρινίσκοις — κεστρινίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)