-
1 κερκίων
Grammatical information: m.Meaning: name of an Indian speaking bird, kind of Mynah ( Acridotheres tristis or Gracula religiosa?; Ael. NA 16, 3; Thompson Birds s. v.). Further κερκορώνους acc. pl. name of an unknown Indian bird (Ael. NA 15, 14).Etymology: With κερκίων cf. πορφυρίων, ἀκανθίων and other bird- and animal names; prob. from κέρκος, " ἐπειδη καὶ αὑτὸς διασείεται τὸν ὄρρον, ὡς ποιοῦνται οἱ κίγκλοι" (Ael.).Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κερκίων
-
2 κερκίων
κερκίων, ἡ, ein Vogel, Ael. H. A. 16, 3; auch κερκόρωνος, 15, 14, bei den Indern.
-
3 κερκίων
κερκίων, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερκίων
-
4 κερκίων
κερκίων, ἡ, u. κερκόρωνος, ein Vogel -
5 κερκίων
κέρκιονneut gen plκέρκιοςmasc gen pl -
6 κερκόρωνος
κερκόρωνος, ὁ, s. κερκίων.
-
7 κερκορῶνος
κερκορῶνος, ὁ, anGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερκορῶνος
-
8 κέρκηρις
κέρκηρις, - εωςGrammatical information: ?Meaning: name of `a water-bird' ( PCair. Zen. 388b, IIIa, BGU 1252, 30, IIa), Lat. cerceris (Varro LL 5, 79).Derivatives: Cf. κερκίων m. s.v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Compared with querquēdula, which Gloss. 3, 319, 13 a.e. is paraphrased with κερκήδης). - Whether κέρκηρις also belongs to κέρκος or to the group of κρέξ, remains uncertain. S. also W.-Hofmann s. cerceris and querquēdula.Page in Frisk: 1,830Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέρκηρις
См. также в других словарях:
κερκίων — κερκίων, όνος, ὁ (Α) είδος ινδικού πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τους Αρχαίους, η λ. παράγεται από το κέρκος, επειδή το πουλί κουνούσε διαρκώς την ουρά του. Η κατάλ. ίων απαντά και σε άλλες ονομ. πουλιών (πρβλ. πορφυρ ίων)] … Dictionary of Greek
κερκίων — κέρκιον neut gen pl κέρκιος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… … Dictionary of Greek
κερκορώνος — κερκορώνος, ὁ (Α) είδος ινδικού πτηνού, ίσως εσφ. ανάγν. αντί κερκίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. είναι ορθός, προέρχεται ίσως από αμάρτ. *κερκο κορώνη (< κέρκος «ουρά» + κορώνη «κουρούνα») με απλολογία] … Dictionary of Greek