-
1 βαρύοπα
βαρύοπηςmasc voc sgβαρύοπηςmasc nom sg (epic) -
2 βαρυόπας
1 deep voiced Κρονίδαν, βαρυόπαν στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανιν ( βαρύοπα coni. Maas.) P. 6.24
См. также в других словарях:
βαρύοπα — βαρύοπης masc voc sg βαρύοπης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)