-
1 κεράμεος
κεράμεος, dasselbe; κύλικα κεραμέαν Plat. Lys. 219 e; Theophr. u. Sp.
-
2 κεράμεος
κεράμειος, u. κεράμεος, irden -
3 κεραμεοῦς
-
4 κεραμαῖος
-
5 κεράμιος
κεράμιος, = κεράμειος, irden, thönern; πλίνϑοι κεράμιαι Xen. An. 3, 4, 7; Folgde; oft v. l. für κεράμεος u. κεραμεοῦς.
-
6 κεράμειος,
κεράμειος, u. κεράμεος, irden
См. также в других словарях:
κεράμεος — κεράμεος, ον (ΑΜ) [κέραμος] κεράμειος* μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κεραμέα η στέγη … Dictionary of Greek
κεραμέων — κεράμεος of clay fem gen pl κεράμεος of clay masc/neut gen pl κεραμεύς potter masc gen pl κεραμέω̆ν , κεραμεύς potter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέως — κεράμεος of clay adverbial κεράμεος of clay masc acc pl (doric) κεραμέω̆ς , κεραμεύς potter masc gen sg κεραμεύς potter masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμεον — κεράμεος of clay masc acc sg κεράμεος of clay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμεᾶν — κεράμεος of clay masc/fem gen pl (doric) κεραμεᾶ̱ν , κεραμεοῦς of clay fem acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέαις — κεράμεος of clay fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέοις — κεράμεος of clay masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέου — κεράμεος of clay masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέους — κεράμεος of clay masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέῳ — κεράμεος of clay masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμεα — κεράμεος of clay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)