1 κεν-ήριον
κεν-ήριον, τό, leeres Grab, wie κενοτάφιον; Euphorio bei Schol. Ar. Lys. 646; Agath. 90 (VII, 569); Lyc. 370.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κεν-ήριον
2 κενήριον
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > κενήριον
ψευδήριον — τὸ, Α (ποιητ. τ.) κενοτάφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος / ψευδής + ἠρίον «τάφος, μνημείο» (πρβλ. κεν ήριον)] … Dictionary of Greek
κενήριον — κενήριον, τὸ (Α) κενό μνημείο χωρίς οστά, κενοτάφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) + ἠρίον «τάφος, μνημείο»] … Dictionary of Greek