-
1 κεντρίς
-
2 κεντρίς
κεντρίς, ίδος, ἡ, eine Schlangenart -
3 κεντρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρίς
-
4 ἐγ-κεντρίς
-
5 κεντρίδα
κεντρίςfem acc sg -
6 κεντρίδας
κεντρίςfem acc pl -
7 κεντρίνης
-
8 εγκεντρις
-
9 κεντρίνης
II kind of ψήν or fig-insect, Thphr.HP2.8.2, Plin.HN17.255.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεντρίνης
-
10 ἡλιοκεντρίς
A fly, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιοκεντρίς
-
11 ἐγκεντρίς
ἐγ-κεντρίς, ίδος, ἡ, (1) der Stachel, der Wespen; eiserne; Sporn. Bes. ein Fußstachel, um sich beim Klettern festzuhalten. (2) der Griffel zum Schreiben
См. также в других словарях:
κεντρίς — κεντρίς, ἡ (Α) [κέντρον] δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του προκαλεί έντονη δίψα, αλλ. διψάς … Dictionary of Greek
κεντριδώνω — [κεντρίς] κεντρίζω*, κεντρώνω … Dictionary of Greek
κεντρίδα — κεντρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντρίδας — κεντρίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιοκεντρίς — ἡλιοκεντρίς, ίδος, ἡ (Α) είδος μύγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κεντρίς, ίδος, «ερπετό»] … Dictionary of Greek
κεντρίνης — κεντρίνης, ὁ (Α) [κέντρον] 1. είδος ψαριού 2. είδος σκνίπας 3. η κεντρίς* … Dictionary of Greek