-
1 κεναγγία
κεν-αγγία, ἡ, (Leerheit der Gefäße); Hunger -
2 κενε-αγγείη
κενε-αγγείη oder κενεαγγίη, ἡ, ion. = κεναγγία, Hungern, Hippocr.; Blutlassen, Medic.
См. также в других словарях:
κεναγγία — κεναγγίᾱ , κεναγγία emptiness of vessels fem nom/voc/acc dual κεναγγίᾱ , κεναγγία emptiness of vessels fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεναγγίᾳ — κεναγγίᾱͅ , κεναγγία emptiness of vessels fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεναγγία — και κενεαγγίη, ἡ (Α) [κεναγγής] 1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων τού σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση 2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» νηστεύω, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κεναγγίαν — κεναγγίᾱν , κεναγγία emptiness of vessels fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κενεαγγίη — κενεαγγίη, ἡ (Α) 1. κενεαγγία, λιμός, πείνα, εξάντληση 2. ιατρ. κένωση, άδειασμα με φλεβοτομία («φλεγμονῆς δὲ κενεαγγίη λύσις», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού κεναγγία] … Dictionary of Greek