-
1 κεν-αγγία
κεν-αγγία, ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. κενεαγγίη.
-
2 κεναγγία
κεν-αγγία, ἡ, (Leerheit der Gefäße); Hunger
См. также в других словарях:
συναγγία — ἡ, Α μέρος γεμάτο λάκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αγγία (< αγγής < ἄγγος«αγγείο»), πρβλ. κεν αγγία] … Dictionary of Greek