-
1 κελαδεννός
-
2 κελαδεννός
κελαδεινόςsounding: masc nom sg -
3 κελαδεινός
A sounding, noisy,Ζέφυρος Il.23.208
;Ἄρτεμις 16.183
( παρὰ τὸν γιγνόμενον ἐν τοῖς κυνηγίοις κέλαδον Sch. ad loc.); and so κελαδεινή alone, Il.21.511; of Dionysus, AP9.524.11;αὐλῶνες h.Merc.95
;σῦριγξ Opp.H.5.455
: neut. pl. as Adv.,ποταμοὶ κελαδεινὰ ῥέοντες A.R.3.532
:—Pi. has [dialect] Aeol. form [full] κελαδεννός, ἔπεα κ. highsounding verses, P.3.113;ὀμφά Pae.5.46
; κ. Χάριτες the loud-voiced Charites, P.9.89; κ. ὕβρις noisy insult, I.4(3).8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαδεινός
См. также в других словарях:
κελαδεννός — κελαδεινός sounding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαδεινός — κελαδεινός, ή, όν και αιολ. τ. κελαδεννός, ή, όν (Α) 1. ηχηρός, θορυβώδης 2. αυτός που έχει δυνατή, ηχηρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλαδος + επίθημα εινός (αιολ. εννός), πρβλ. φα εινός / φα εννός] … Dictionary of Greek