-
21 χάζω
χάζω,A cause to retire; [voice] Act. only in Hsch. and in compd. ἀναχάζω (alsoπαραχάζω, προχάζω Hsch.
), and in [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. κέκᾰδον, [tense] fut. κεκᾰδήσω:—force to retire from, bereave or deprive of,τοὺς.. θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών Il.11.334
;ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς Od.21.153
, 170.B [voice] Med., [full] χάζομαι, Il.5.34, etc.; imper. χάζεο, χάζευ, ib. 440, Call.Cer.54: [dialect] Ep. [tense] impf.χάζετο Il.16.736
, 3 du.χαζέσθην A.R.3.1320
: [tense] fut. χάσομαι, [dialect] Ep.χάσσομαι Il.13.153
: [tense] aor. 1 ἐχᾰσάμην, [dialect] Ep. [ per.] 3sg. χάσσατο ib. 193, inf.χάσσασθαι 12.172
; part.χασσάμενος 13.148
, etc.: κεκάδοντο (for κεχάδοντο) [ per.] 3pl. of redupl. [tense] aor. 2 κεκαδόμην, Il.4.497, 15.574:—give way, draw or shrink back, recoil, freq. in Il. (never in Od.),χάζεο Il.5.440
; ; οὐδ' ὅ γεπάμπαν χάζετ' 12.407
; , al.;αἰὲν ὀπίσσω χάζοντο 5.702
, cf. 18.160, A.R. 1.c., Call. l.c., Nonn.D.48.618.2 c. gen., draw back or retire from,πυλάων χάσσασθαι Il.12.172
;χάζοντο κελεύθου 11.504
;χάζεσθε μάχης 15.426
;μίνυνθα δὲ χάζετο δουρός 11.539
;ὁ δὲ χάσσατ' ὀπίσσω νεκρῶν 13.193
, cf. 17.357; less freq. with a Prep.,χ. ἐκ βελέων 16.122
;χάσσονται ὑπ' ἔγχεος 13.153
; οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός nor in truth was he (or it, the stone) far from the man, i.e. nearly hit him, 16.736. Poet., and mainly [dialect] Ep., exc. in the compds. ἀνα-, δια-χάζομαι (qq. vv.).—οὐχ ἅζομαι, οὐχ ἅζεται (not οὐ χάζ-), shd. be written in E.Or. 1116, Alc. 326, A.Eu. 389. -
22 ἀποείκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποείκω
-
23 ἀφηγητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφηγητήρ
-
24 ἐξερωέω
A swerve from the course, of shy horses,αἱ δ' ἐξηρώησαν Il. 23.468
;ἐξηρώησε κελεύθου Theoc.25.189
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξερωέω
-
25 ἐπιβαίνω
Aἐπίβᾱ Thgn.847
, [dialect] Dor. inf. ἐπιβῆν (infr.IV): [tense] fut.- βήσομαι: [tense] pf.- βέβηκα: [tense] aor. 2 ἐπέβην: [tense] aor. 1 [voice] Med. ἐπεβησάμην (of which Hom.always uses the [dialect] Ep. form ἐπεβήσετο, imper.ἐπιβήσεο Il.8.105
, al.; laterἐπεβήσατο A.R.3.869
, [dialect] Dor.- βάσατο Call.Lav.Pall.65
).A. in these tenses, intr., go upon:I. c. gen., set foot on, tread, walk upon, γαίης, ἠπείρου, Od.9.83, h.Cer. 127; πόληος, πατρίδος αἴης, Τροίης, Il.16.396, Od.4.521, 14.229; ἀδύτων (lyr.); ἐ. τῶν οὔρων set foot on the confines, Hdt.4.125, cf. Th.1.103, Pl.Lg. 778e;τῆς Λακωνικῆς ἐπὶ πολέμῳ X. HG7.4.6
; πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς, of a corpse, placed upon.., Il.4.99;πλατείᾳ τῇ ῥινὶ ἐ. τοῦ χείλους Philostr.Im.2.18
; alsoἐ. ἐπί τινος Hdt.2.107
.2. get upon, mount on,πύργων Il.8.165
; νεῶν ib. 512;ἵππων 5.328
, 10.513;δίφρου 23.379
;εὐνῆς 9.133
;τοῦ τείχεος Hdt.9.70
; λέκτρων ἐ. A.Supp.39; alsoἐ. ἐπὶ νεός Hdt.8.118
: freq. in Hom., in [tense] aor. [voice] Med.,ἐπεβήσετ' ἀπήνης Od.6.78
, al.b. Archit., to be superposed,τὰ ἐπιβαίνοντα πάντα ἐπὶ τοὺς κρατευτάς IG7.3073.104
, cf. 111 (Lebad.).3. of Time, arrive at,τετταράκοντα ἐ. ἐτῶν Pl.Lg. 666b
; δεκάτω (sc. ἔτεος) ἐ. Theoc.26.29;δωδεκάτου ἐπιβάς IG 14.1728
;τῆς μειρακίων ἡλικίας Hdn.1.3.1
.4. metaph., ἀναιδείης ἐπέβησαν have trodden the path of shamelessness, Od.22.424; ἐϋφροσύνης ἐπιβῆτον enter into joy, 23.52; τέχνης ἐπιβήσομαι,-βήμεναι, h.Merc. 166, 465; ὁσίης ib. 173; (lyr.); ἐ. δόξης entertain an expectation, Id.Ph. 1463 (anap.); ἐ. σοφίας undertake it, Pl.Epin. 981a;λόγου Luc.Astr.8
; ἐ. τῆς ἀφορμῆς, τῆς προφάσεως, seize upon it, App.Syr.2, Sam.11, etc.; preside over, τῆς ἀνθρωπίνηςψυχῆς Iamb.Myst.9.8
, al.II. c. dat., get upon, board,ναυσί Th.7.70
; land on,ἐ. τῇ Σικελίᾳ D.S.16.66
: metaph.,ἐ. ἀνορέαις Pi.N.3.20
; also, make forcible entry into, τινός οἰκίαις, γῇ, PHamb.10.6 (ii A.D.), PAmh.2.142.7 (iv A.D.).b. with a Prep., ἐπὶ πύργῳ ἄλλος πύργοςἐπιβέβηκε Hdt.1.181
.2. c. dat. pers., set upon, assault,τινί X.Cyr. 5.2.26
, Plu.Cim.15, etc.; simply, approach, dub. in Pi.Fr.88.2.3. trample on,λὰξ ἐπίβα δήμῳ Thgn.847
.III. c. acc.loci, light upon, in Hom. twice of gods lighting upon earth after their descent from Olympus, Πιερίην ἐπιβᾶσα, ἐπιβάς, Il.14.226, Od.5.50; so πολλῶν ἐ. καιρόν light on the fit time, Pi.N.1.18; then simply, go on to a place, enter it,γῆν καὶ ἔθνος Hdt.7.50
; (anap.): with Prep., ἐ. ἐπὶ χώραν Decr.Amphict. ap. D.18.154;εἰς Βοιωτίαν D.S.14
. 84.2. rarely c. acc. pers., attack, only poet., S.Aj. 138 (anap.): metaph., of passion or suffering, Id.El. 492 (lyr.), Ph. 194 (anap.).3. mount,νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες Hes.Sc. 286
: more freq. with Prep., ἐπὶτὸν ἵππον Hdt.4.22
;ἐπὶνέα Id.8.120
, cf. Th.1.111; but ἐ. ἐπὶ τὸ θῆλυ, of made quadrupeds, cover a female, Arist.HA 539b26; so abs., ib. 574a20, al.: c. dat., Luc.Asin.27: c. gen., Horap.1.46, 2.78.4. ἐ. ἐπὶ τὸ σκέλος use, put one's weight on, a broken leg, Hp. Fract. 18.5. with acc. of the Instr. of Motion (cf.βαίνω A.11.4
), ἐπιβῆναι τῷἀριστερῷ ἐκείνης τὸν ἐμὸν δεξιόν Luc.DMeretr.4.5
, cf. Tox.48.IV. abs., get a footing, stand on one's feet, Il.5.666, Od.12.434; μἠπιβῆν it is forbidden to set foot here, IG12(3).1381 ([place name] Thera).2. step onwards, advance,Τρώων δὲ πόλις ἐπὶ πᾶσα βέβηκε Il.16.69
, cf. Hes. Op. 679, f.l. in Pi.N.10.43;ἐπίβαινε πόρσω S.OC 179
(s.v.l., lyr.): me taph., advance in one's demands, Plb.1.68.8.3. mount on a chariot or on horseback, be mounted, Hdt.3.84; go or be on board ship, Il.15.387, S.Aj. 358 (lyr.), Hdt.8.90, Th.2.90, etc.B. Causal in [tense] fut.- βήσω Luc. DMort.6.4
, [dialect] Ep. inf.- βησέμεν Il.8.197
, Hes.Th. 396, but usu. in [tense] aor. 1 [voice] Act. (ἐπιβιβάζω, ἐπιβάσκω serve as [tense] pres.):— make one mount, set him upon,ὅν ῥα τόθ' ἵππων.. ἐπέβησε Il.8.129
; ; ὥς κ' ἐμὲ.. ἐμῆςἐπιβήσετε πάτρης Od.7.223
;ἐ. τινὰς σκάφεσιν J.BJ4.7.6
; πλοίων ib. 11.5, cf. Luc.l.c.;ὁπλίτας ὁλκάσιν App.BC5.92
; τινὰς ἐπὶ τὰς ναῦς ib.2.59 : also in [tense] aor. 1 [voice] Med.,νιν ἑῶ ἐπεβάσατο δίφρω Call.Lav.Pall. 65
.b. of things, νευρὰν ἐπέβασε κορώνας set the string on his bow's tip, B.5.73.2. metaph. (cf.A.1.4), ἐϋκλεΐης ἐπίβησον bring to great glory, Il.8.285;τιμῆς καὶ γεράων Hes. Th. 396
; χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν they bring him to sobriety, Od.23.13; λιγυρῆςἐπέβησαν ἀοιδῆς Hes.Op. 659
; δουλοσύνας (prob.) E.Hyps.Fr.41(64).86; εἴ σε τύχη.. ἡλικίας ἐπέβησεν had brought thee to full age, IG2.2263.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβαίνω
-
26 ὅριον
ὅριον, τό,A = ὅρος, [var] Dim. only in form, boundary, limit, Hp.Off.3, Schwyzer664.4 (Orchom. Arc., iv B.C.), Epigr.Gr.978.12 ([place name] Philae), POxy.2134.18 (ii A.D.): mostly in pl., boundaries, bounds, frontier, E.Tr. 375, D.18.230, PCair.Zen.251.3(iii B.C.), Supp.Epigr.3.378B11 (Delph., ii/i B.C.) ; ἐπὶ τοῖς ὁ. on the frontier, Th.2.12, And.1.45 ; ὅρια κελεύθου limits of a road, i.e. the road itself, S.Fr. 721 (dub.);μὴ κινείτω γῆς ὅ. μηδείς Pl.Lg. 842e
; territories, LXXEx.10.4, al.2 Astrol., a subdivision of a zodiacal sign, appropriated to a planet, Ptol. Tetr.43, S.E.M.5.37, PMag.Lond.46.48, PTeb.277.15, Heph.Astr. 1.1, Man.2.166,4.265.II pl., rules, e.g. for the use of wine, Hp. Liqu.5.III ὅριον· τείχισμα, φραγμόν, Hsch.; soὅρια καὶ σταυρώματα Th.6.74
(restd. from Sch.). -
27 βλάπτω
βλάπτω, βλάβω, aor. ἔβλαψα, βλάψα, pass. pres. βλάβεται, perf. part. βεβλαμμένος, aor. 1, 3 pl., ἐβλάφθησαν, part. βλαφθείς, aor. 2 ἐβλάβην, 3 pl. ἔβλαβεν, βλάβεν: impede, arrest; τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου, Od. 1.195; ( ἵππω) ὄζῳ ἐνὶ βλαφθέντε, ‘caught’ in, Il. 6.39, Il. 15.647 ; βλάψε δέ οἱ φίλα γούνατα, Il. 7.271; so pass., βλάβεται γούνατα, ‘totter,’ Od. 13.34 ; βεβλαμμένον· ἦτορ, ‘arrested in life's flow,’ i. e. ‘wounded in the heart,’ Il. 16.660; metaph., harm the mind., infatuate; τὸν δέ τις ἆθανάτων βλἁψε φρένας, Od. 14.178; and without φρένας, (- Ἄτη) βλάπτουσ' ἀνθρώπους, Il. 9.507; pass., βλαφθείς, Il. 9.512.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βλάπτω
-
28 βλάβω
βλάπτω, βλάβω, aor. ἔβλαψα, βλάψα, pass. pres. βλάβεται, perf. part. βεβλαμμένος, aor. 1, 3 pl., ἐβλάφθησαν, part. βλαφθείς, aor. 2 ἐβλάβην, 3 pl. ἔβλαβεν, βλάβεν: impede, arrest; τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου, Od. 1.195; ( ἵππω) ὄζῳ ἐνὶ βλαφθέντε, ‘caught’ in, Il. 6.39, Il. 15.647 ; βλάψε δέ οἱ φίλα γούνατα, Il. 7.271; so pass., βλάβεται γούνατα, ‘totter,’ Od. 13.34 ; βεβλαμμένον· ἦτορ, ‘arrested in life's flow,’ i. e. ‘wounded in the heart,’ Il. 16.660; metaph., harm the mind., infatuate; τὸν δέ τις ἆθανάτων βλἁψε φρένας, Od. 14.178; and without φρένας, (- Ἄτη) βλάπτουσ' ἀνθρώπους, Il. 9.507; pass., βλαφθείς, Il. 9.512.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βλάβω
-
29 δέω
δέω (2), imp. 3 pl. δεόντων (better reading διδέντων), ipf. δέον, fut. inf. δήσειν, aor. ἔδησα, δῆσα, mid. ipf. δέοντο, aor. ἐδήσατο, iter. δησάσκετο, plup. δέδετο, δέδεντο: bind, fasten; mid., for oneself, ὅπλα ἀνὰ νῆα, ‘making fast their’ tackle, Od. 2.430; metaph., ἡμέτε- ρον δὲ μένος καὶ χεῖρας ἔδησεν, Il. 14.73; ὅς τίς μ' ἆθανάτων πεδάᾷ καὶ ἔδησε κελεύθου (gen. of separation), Od. 4.380, Od. 8.352.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δέω
-
30 κέλευθος
κέλευθος, pl. κέλευθοι, oftener κέλευθα: path, way; ἀνέμων λαυψηρὰ κέλευθα, κελεύθους, Od. 5.383; ὑγρά, ἰχθυόεντα κέλευθα, of the paths of air and of the sea; of a journey, Od. 10.539 ; κέλευθον πρήσσειν, τιθέναι, θέσθαι, γεφῦροῦν, of making a way over a ditch, Il. 15.357 ; νυκτός τε καὶ ἤματος κέλευθοι, ‘outgoings of night and day,’ Od. 10.86; met., θεῶν ἀπόεικε κελεύθου, ‘cease from walking heavenly ways,’ Il. 3.406.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κέλευθος
-
31 μέτρον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μέτρον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κελεύθου — κέλευθος road fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
επιβαίνω — ἐπιβαίνω (Α) [βαίνω] 1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο 2. βατεύω, οχεύω μσν. νεοελλ. ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια τής επισκοπής μου αρχ. μσν. 1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται… … Dictionary of Greek
καταδέω — (I) καταδέω (Α) 1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.) 2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ) 3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.) 4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα 5.… … Dictionary of Greek
πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… … Dictionary of Greek
τέρμα — το, ΝΜΑ 1. το τελικό σημείο ή όριο χώρου ή χρόνου στο οποίο καταλήγει κανείς ή περατώνεται κάτι, τέλος, πέρας (α. «τέρμα οδού» β. «τέρμα τού καλοκαιριού» γ. «οἶσθα γὰρ εὖ περί τέρμαθ ἑλισσέμεν», Ομ. Ιλ. δ. «τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος», Αισχύλ.… … Dictionary of Greek
τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… … Dictionary of Greek
τροχήλατος — η, ο / τροχήλατος, ον, ΝΑ αυτός που κινείται με τροχούς (α. «τροχήλατο όχημα» β. «οὐκ ἀμφὶ σκηναῑς τροχηλάτοισιν ὄπιθεν ἑπόμενοι», Αισχύλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τροχήλατο α) παλαιότερος τύπος ατμοπλοίου που δεν τό κινούσαν έλικες, όπως τα… … Dictionary of Greek