-
1 κελαινώπας
A black-faced: hence, gloomy, (lyr.):—fem. [suff] κελαιν-ῶπιςνεφέλα Pi.P.1.7
:—also [suff] κελαιν-ωπός, ή, όν, Hdn. Gr.1.188.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κελαινώπας
-
2 κελαινώπα
κελαινώπαςblack-faced: masc voc sg (doric)κελαινώπαςblack-faced: masc nom sg (epic doric)κελαινώψswarthy: masc /fem acc sg -
3 κελαινῶπα
κελαινώπαςblack-faced: masc voc sg (doric)κελαινώπαςblack-faced: masc nom sg (epic doric)κελαινώψswarthy: masc /fem acc sg -
4 κελαινώπιν
-
5 κελαινῶπιν
-
6 κελαινώπις
-
7 κελαινῶπις
-
8 κελαινώπαν
κελαινώπᾱν, κελαινώπαςblack-faced: masc acc sg (epic doric aeolic) -
9 σκολόπαξ
σκολόπαξ, - ακοςGrammatical information: m.Meaning: name of a bird, which is usually identified wit ἀσκαλώπας (- πᾶς?) m. (Arist.) and explained as `woodcock, Scolopax rusticola'; cf. Thompson Birds s. vv.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: To σκόλοψ `pole' (referring to the long beak of the snipe), either as cognate with it or folk-etymolog. adapted to it. With the anlaut and auslaut cf. e.g. ἀσπάλαξ beside σπάλαξ (Chantraine Form. 378); ἀσκαλώπας (- πᾶς?) like κελαινώπας (S. in lyr.), βύας, ἀτταγᾶς; the stemvowel after σκάλλω. -- Furnée 344 identifies the word with ἀσκαλωπ- and concludes that it was Pre-Greek. Anyhow the word looks Pre-Greek.Page in Frisk: 2,735Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκολόπαξ
См. также в других словарях:
κελαινώπας — κελαινώπας, ὁ, θηλ. κελαινῶπις (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινή όψη 2. μτφ. φοβερός, άγριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώπας / ῶπις (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. ασκαλ ώπας / γλαυκ ῶπις] … Dictionary of Greek
κελαινῶπα — κελαινώπας black faced masc voc sg (doric) κελαινώπας black faced masc nom sg (epic doric) κελαινώψ swarthy masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινῶπιν — κελαινώπας black faced fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινῶπις — κελαινώπας black faced fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκαλώπακας — ο (Α ἀσκαλώπας) σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό ᾱ), προέρχεται δε από α… … Dictionary of Greek
κελαινωπός — κελαινωπός, ή, όν (Α) κελαινώπας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. φαιδρ ωπός] … Dictionary of Greek
κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… … Dictionary of Greek
κελαινώψ — κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α) κελαινώπας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλ ώψ, φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek
κελαινώπαν — κελαινώπᾱν , κελαινώπας black faced masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)