Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κελέβη

См. также в других словарях:

  • κελέβη — κελέβη, ἡ (Α) 1. ποτήρι, πλατύστομο αγγείο 2. (κατά τον Ησύχ.) «ποτηρίου εἶδος θερμηροῡ καὶ ποιμενικὸν ἀγγεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση κατά την οποία είναι σημιτικής προελεύσεως και συνδέεται με εβρ. k?l?b «δοχείο» δεν φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • κελέβη — cup fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελέβῃ — κελέβη cup fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κελέβη ή Σουλαουέσι — (Celebes ή Sulawesi). Νησί (191.671 τ. χλμ., 14.946.488 κάτ. το 2000) της ανατολικής Ινδονησίας, ένα από τα μεγαλύτερα του Μαλαϊκού αρχιπελάγους. Βρίσκεται Α της Βόρνεο (από την οποία χωρίζεται με το στενό Μακάσαρ) και Δ των Μολούκων. Πρωτεύουσά… …   Dictionary of Greek

  • κελέβηι — κελέβῃ , κελέβη cup fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελέβην — κελέβη cup fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • κελέβειον — και ιων. τ. κελεβήιον, τὸ (Α) [κελέβη] υποκορ. τού κελέβη* …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφικές περιοχές — Περιοχές κατανομής των ζωικών οργανισμών στην επιφάνεια της Γης. Διακρίνονται με βάση την εργασία του ζωογεωγράφου Γουάλας ο οποίος διέκρινε τις εξής βιογεωγραφικές περιοχές: την παλαιοαρκτική που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας.… …   Dictionary of Greek

  • Kélebe — Kélebe, del griego κελεβη. Vaso cerámico grande y de boca amplia y cuerpo grueso. Unas asas columnadas unen la boca a los hombros del vaso. Véase también Cerámica griega Referencias Fatás, Guillermo (2006). Diccionario de términos de Arte y… …   Wikipedia Español

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»