-
1 κεκοτηώς
A v. κοτέω. [full] κεκράανται, [full] κεκράαντο, v. κραίνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεκοτηώς
-
2 κεκοτηώς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κεκοτηώς
-
3 κοτέω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κοτέω
-
4 κοτέομαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κοτέομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский