-
1 κεκαλυμμένος
η, ο[ν]1) покрытый; накрытый; 2) скрытый, укрытый, закрытый; замаскированный; тайный -
2 εντυπας
-
3 ιλυς
I- ύος (ῑλῡ) ἥ1) ил, грязь, тина(ὕδατος ῥέοντος Arst.)
ὑπ΄ ἰλύος κεκαλυμμένος Hom. — покрывшийся тиной;τὰ στόματα ἰλὺν πολλέν λαμβάνοντα Plut. — сильно занесенное илом устье (реки)2) гуща, отстой, осадок(ὅ οἶνος μιγνυμένης τῆς ἰλύος Arst.)
IIтж. εἰλύς - ύος adj. илистый, покрытый илистыми наносами(Αἴγυπτος Her.)
-
4 καλυπτω
1) покрывать, закрывать, закутывать(πρόσωπα, μετάφρενον παρδαλέῃ, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Hom.; καλύμματί τι Arst.; καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων NT.)
ἀσπίδι κεκαλυμμένος ὤμους Hom. — прикрывая плечи щитом;τινὰ ἐρεβεννῇ νυκτὴ καλύψαι Hom. — покрыть ночным мраком, т.е. убить кого-л.;κ. τάφῳ Soph., κ. γῇ Eur. и κ. χθονί Pind. — покрывать землей, т.е. хоронить2) скрывать, прятать(τι καρδίᾳ Soph.)
κεκαλυμμένοι ἵππῳ Hom. — (ахейцы) спрятавшиеся в (деревянном) коне;κ. σιγῇ τι Eur. — умолчать о чем-л., сохранить что-л. в тайне3) держать, ставить (для защиты)(πρόσθεν σάκος στέρνοιο κ. Hom.)
κ. τινὴ πέπλοιο πτύγμα Hom. — защитить кого-л. своей одеждой4) класть, накладывать (в виде покрова)
См. также в других словарях:
κεκαλυμμένος — καλύπτω oc culo perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εντυπάς — ἐντυπάς (Α) επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς* (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
εύσκιος — ο (ΑΜ εὔσκιος, ον) αυτός που σκιάζεται καλά (α. «εύσκιος πλατεία» β. «εὔσκιος Ἀχέροντος ἀκτά», Πίνδ.) νεοελλ. (για δένδρα) αυτός που ρίχνει άφθονη σκιά («εύσκιος πλάτανος») αρχ. σκοτεινός, κεκαλυμμένος, δυσδιάκριτος («εὔσκιος ἐπὶ τὴν κλίνην τῆς… … Dictionary of Greek
κεκαλυμμένως — (Α) επίρρ. κρυφά, άδηλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκαλυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού καλύπτω] … Dictionary of Greek
στεγάσιμος — η, ο / στεγάσιμος, ον, ΝΜΑ [στεγάζω] κατάλληλος για στέγαση («στεγάσιμοι χώροι») αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κεκαλυμμένος, σκιερός» … Dictionary of Greek