Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κειρύλος

См. также в других словарях:

  • κειρύλος — κειρύλος, ὁ (Α) βλ. κηρύλος …   Dictionary of Greek

  • κειρύλος — κηρύλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»