Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κεδρελάτη

См. также в других словарях:

  • κεδρελάτη — κεδρελάτη, ἡ (Α) το φυτό συριακή κέδρος, που μοιάζει με το έλατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + ἐλάτη «έλατο»] …   Dictionary of Greek

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»