-
1 κεδρελάτη
A Syrian cedar, Juniperus excelsa, Plin.HN13.53, 24.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεδρελάτη
-
2 κεδρία
-
3 κέδρινος
A of cedar,θάλαμος Il.24.192
; ;ξύλα IG11(2).161
D92 (Delos, iii B.C.);ξυλεία Plb. 10.27.10
;φατνώματα J.BJ5.5.2
;τῶν ξύλων τὰ κ. Thphr.HP5.9.8
.3 κέδρινον, τό, orange-coloured dye, PHolm. 21.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέδρινος
-
4 κεδρίς
II juniper, Juniperus communis, Thphr.HP1.9.4, etc.
См. также в других словарях:
κεδρελάτη — κεδρελάτη, ἡ (Α) το φυτό συριακή κέδρος, που μοιάζει με το έλατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + ἐλάτη «έλατο»] … Dictionary of Greek
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek