-
1 Κεγχρεών
-
2 Κεγχρεῶν
-
3 κεγχρεών
κεγχρεώνplace where iron is granulated and made mallealle: masc nom /voc sg -
4 κεγχρεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεγχρεών
-
5 κεγχρεώνα
-
6 κεγχρεῶνα
-
7 καθαριστήριον
κᾰθαρ-ιστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαριστήριον
-
8 κέγχρος
Grammatical information: m. (f.), mostly plur.Meaning: `millet, grain of m.', metaph. `spawn of fish, small ball, speck in the eye etc.' (Hes. Sc. 398, Sapph. 5, 13 [?], Hecat., Hdt., Arist.).Compounds: As 1. member e. g. in κεγχρο-φόρος (Str.). With metathesis or other dissim. (cf. below) κέρχνος (Anaxandr., Gal., H.); also Κερχνεία GN?Derivatives: 1. κεγχρίς f. = κέγχρος (Hp.), also name of a bird fattened with millet, Lat. miliarius (Ael.; cf. Thompson Birds s. v.) 2. κεγχρίας m. `milletlike protuberances' ( ἕρπης, Gal.) with - ιδίας `id.' (Dsc.). 3. κεγχρίνης m. `snake with millet-like spots' (Nic., Lyc.); cf. κέγχρινος below. 4. κεγχρίτης `id.' (Aët.), - ῖτις ἰσχάς `dried fig' (AP; Redard Les noms grecs en - της 112). 5. κεγχραμίς f. `kernel of a fig' (Hp., Arist., Thphr.), after καλαμίς, σησαμίς a. o.; not with Schwyzer 494 foreign suffix; - ιδώδης. 6. κεγχρώματα pl. `small vizier-openings on a shield (?)' (E. Ph. 1386, cf. Chantraine Formation 186; s. also on κέρχνος). 7. κεγχρεών, - ῶνος m. `place where iron is granulated' (Docum. ap. D. 37, 26). 8. κεγχρ-ιαῖος `of the size of a millet corn' (Luc., Dsc.; Chantraine 49). 9. κέγχρινος `made of millet' (Dsc., Gal.). 10. κεγχρώδης `millet-like', of eruptions (Hp.), of plants (Thphr.). 11. κεγχρωτός `with corns, drips' (pap.). 12. Κεγχρεαί pl. GN.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Uncertain. Mostly with Persson Studien 73 as "pulverized" from reduplicated IE. * gher-ghr-os with old dissimilation r - r \> n - r (or r - n) and further connection with χέρ-μα, χερ-άς etc. Here also κάχρυς (p. 124) with further NHG grū-z `corn of sand or grain', Lith. grú-das `corn' etc. - Diff. Niedermann Symb. Rozwadowski 1, 111ff.: for *κέρχνος (with metathesis) \< *κερκσνος to OHG hirso `millet' \< * hirhso (?). See on κάχρυς where it is seen as Pre-Greek. But in that case one expects also forms without prenasalization (*κεχρ-ος) which do not occur.Page in Frisk: 1,806-807Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κέγχρος
-
9 Κεγχρεαί
Κεγχρεαί, ῶν, αἱ (Thu. [Κεγχρειαί], X.+; edd. also Κενχρ-) Cenchreae, the seaport of Corinth (Philo, In Flacc. 155: Κ., τὸ Κορίνθιον ἐπίνειον) on the eastern side of the isthmus (Strabo 8, 6, 22) Ac 18:18; Ro 16:1; subscr. The port on the western side was Lechaeum (Diod S 11, 16, 3 ἀπὸ Λεχαίου μέχρι Κεγχρεῶν; 15, 68, 3).—WMichaelis, ZNW 25, 1926, 144–54; New Docs 3, 60 (coins); 4, 139f; BHHW II 939; Kl. Pauly III, 182.
См. также в других словарях:
κεγχρεών — κεγχρεών, ὁ (Α) τόπος στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη σκόνη από τα φορτία αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + τοπ. κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, χαλκ εών)] … Dictionary of Greek
κεγχρεών — place where iron is granulated and made mallealle masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κεγχρεῶν — Κεγχρέη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεγχρεῶνα — κεγχρεών place where iron is granulated and made mallealle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ισθμίων — Το μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου όπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είχε ιδρυθεί το ιερό του Ίσθμιου Ποσειδώνα. Πολύ κοντά, στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού, ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του αρχικού σταδίου, με την ιδιόμορφη… … Dictionary of Greek
DIOLCOS — Hesych. Δίολκος ὁ ἀπὸ Λεχαίου ἕως Κεγχρεῶν τόπος. Vide Voss. ad Melaml. l. 2. c. 3 … Hofmann J. Lexicon universale
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
κράνειον — Ονομασία ανατολικού προαστίου της Κορίνθου κατά την αρχαιότητα. Παρότι η ακριβής τοποθεσία του δεν είναι γνωστή, είναι βέβαιο ότι τα σπίτια του ήταν χτισμένα κάτω από τον δρόμο που οδηγούσε από την Κόρινθο στο επίνειο των Κεγχρεών. Το Κ. ήταν η… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Λέχης — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Πειρήνης, κόρης του ποταμού Αχελώου, καθώς και αδελφός του Κεγχρία. Ο Λ. ήταν επώνυμος ήρωας του Λεχαίου (βλ. λ. Λέχαιο), επίνειου της Κορίνθου στον Κορινθιακό… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… … Dictionary of Greek