Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κεβλή-γονος

См. также в других словарях:

  • κεβλήγονος — κεβλήγονος, ον (Α) 1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ») 2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή* + γόνος (< γόνος < γίγνομαι… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλήγονος — κεφαλήγονος, ον (Α) αυτός που αναπηδά από την κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + γόνος (< γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. θεό γονος, κεβλή γονος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»