-
1 συγκλείω
συγ-κλείω, [tense] fut. - κλείσω: [dialect] Ion. [suff] συγ-κληΐω, fut - κληΐσω: old [dialect] Att. [full] ξυγκλήω, [tense] fut. - κλῄσω: [dialect] Ep. [tense] aor.Aσυνεκλήϊσσα Nonn.D.48.309
:—[voice] Pass., [tense] aor. συνεκλείσθην, old [dialect] Att. ξυνεκλῄσθην: [tense] pf.συγκέκλειμαι Isoc.15.68
, but- εισμαι Men.670
, D.S.15.63, v.l. in E.Hec. 487; old [dialect] Att. ξυνκέκλῃμαι, [dialect] Ion. συγκεκλήιμαι (v. infr.):— shut or coop up, hem in, enclose, Hdt.4.157, 7.41;ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Th.8.67
; πρὶν συγκλεῖσαι (sc. τοὺς ἰχθῦς τοῖς δικτύοις) Arist. HA 533b26; ;σ. τινὰς ἐντὸς τειχῶν Plb.1.17.8
;εἰς πολιορκίαν Id.1.8.2
([voice] Pass.); σ. [θεοὺς] τῇ ὕλῃ include them in matter, Plu.2.426b; [ἡ πολεμία] δυνέκλῃε διὰ μέσου shut off and intercepted them, Th.5.64:—[voice] Pass.,λίμνη συγκεκληιμένη πάντοθεν ὄρεσι Hdt.7.129
; Aër.21;σ. εἰς στενὴν ἐντομήν D.S.1.32
; ξυγκεκλῃμένη πέπλοις close muffled, E.Hec. 487.2 generally, of straits or difficulties,τινὰ εἰς ἀγῶνα Plb.3.63.3
;εἰς τὸν ἔσχατον καιρόν Id.11.2.10
:—[voice] Pass., συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν, τῶν πραγμάτων, Id.2. 60.4, 11.20.7; εἰς χαλεπὸν.. συγκεκλεισμένος βίον 'cabin'd, cribb'd, confined', Men. l.c.3 pit against one another, set to fight as in the lists,οἳ σὲ καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι.. ξυνέκλῃσαν E.Andr. 122
(lyr.).4 ὁ συγκλείων,= smith, LXX 4 Ki.24.14:—[voice] Pass., χρυσίον συγκεκλεισμένον ib.3 Ki.6.20.II shut close, close, ; , Ion 241; [ τὰ βλέφαρα] X.Mem.1.4.6 ([voice] Pass.);ξ. τὰς πύλας Th.4.67
;τὰς θύρας Aeschin.1.74
;τὰς θυρίδας Gal.16.578
: abs., σύγκλῃε shut the doors, Ar.Ach. 1096; σ. τὰ δικαστήρια close the courts, Id.Eq. 1317;τὰ καπηλεῖα Lys.Fr.1.3
; σ. τοὺς ὀφθαλμούς close them up by blows, D.54.8:—[voice] Pass.,τὸ δεσμωτήριον συνεκέκλειστο And.1.48
codd. ( συνεκέκλῃτο Sauppe); of bivalve fish, Arist. HA 528a16; of eyebrows, come together, Hp.Loc.Hom.3; of wounds, Dsc.Ther.2.2 intr. in [voice] Act., ὥρας ἤδη συγκλειούσης as the season was now closing in, i.e. the days becoming shorter, Plb.18.7.3, cf. D.S.10.4; ([place name] Chersonesus).IV σ. τὰς ἀσπίδας lock their shields, X.Cyr.7.1.33: hence, abs., close up the ranks, Th.4.35; τὸ διάκενον καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν the part that was not closed up, of a gap in the line, Id.5.72.2 connect closely together,τὰ ἀνόμοια ἁρμονίᾳ συγκεκλεῖς θαι Philol.6
; ἐν ἄρθροις συγκεκλῃμένον καλῶς well linked or compacted, E.Ba. 1300; ς. (sc. τὴν πόλιν)εἰς ταὐτόν Pl.Criti. 117e
, cf. Ti. 76a, etc.;σ. τὴν ἀρχὴν τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων τῇ τελευτῇ τῶν προειρημένων Isoc. 12.24
, cf. 15.68 ([voice] Pass.):—[voice] Pass.,συγκλεισθήσονται ταῖς τε ἐπιγαμίαις καὶ ἐγκτήσεσι παρ' ἀλλήλοις X.HG5.2.19
.V conclude, complete, λόγον, διάνοιαν, A.D.Adv.121.1, Synt.66.8:—[voice] Pass., ib.11.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλείω
-
2 καπηλεύω
καπηλεύω (Aeschyl., Hdt. et al.; ins, pap; Philo, Virt. 112, Leg. ad Gai. 203; cp. Dio Chrys. 8, 9, subst; freq. of tavern-keeping) trade in, peddle, huckster (of retail trade; cp. the contrast καπηλεία–ἐμπορία Jos., C. Ap. 1, 61) τὶ someth., also fig. (Pla., Prot. 5, 313d οἱ τὰ μαθήματα καπηλεύοντες. Sim., Nicol. Dam.: 90 Fgm. 132, 2 Jac.; Iambl., Vi. Pyth. 34, 245; Philostrat., Vi. Apoll. 1, 13 τὴν σοφίαν καπηλεύειν) τὸν λόγον τ. θεοῦ 2 Cor 2:17 (Anon. Vi. Pla. p. 8, 48 Westerm. κάπηλος λόγων). Because of the tricks of small tradesmen (Dio Chrys. 14 [31], 37f; Lucian, Hermot. 59 φιλόσοφοι ἀποδίδονται τὰ μαθήματα ὥσπερ οἱ κάπηλοι, … δολώσαντες καὶ κακομετροῦντες; Is 1:22 οἱ κ. μίσγουσι τ. οἶνον ὕδατι) the word almost comes to mean adulterate (so Vulg., Syr., Goth.).—Pauly-W. X/2, 1888f.—B. 821. DELG s.v. κάπηλος. M-M. EDNT. TW. Spicq.
См. также в других словарях:
καπηλεία — η (Α καπηλεία) [καπηλεύω] το κέρδος που αποκομίζεται με δόλια και ταπεινά μέσα νεοελλ. 1. η αισχροκέρδεια στο εμπόριο 2. η εκμετάλλευση ιδεωδών ή θεσμών για ιδιοτελείς σκοπούς («η καπηλεία τής πατρίδας, τής θρησκείας, τής δημοκρατίας» κ.λπ.) αρχ … Dictionary of Greek
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
προπίνα — και ποπῑνα, ἡ, ΜΑ καπηλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. popina «οψοπωλείο, καπηλειό»] … Dictionary of Greek
σκηνοπηγώ — και σκανοπηγῶ, έω, Α 1. στήνω σκηνή 2. (στους Ιουδαίους) τελώ τη γιορτή τής σκηνοπηγίας 3. φρ. «σκηνοπηγῶ τὰ καπηλεῑα» ανοίγω μικρά καταστήματα σε σκηνές (Δάμων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + πηγῶ (< πηγός < πήγνυμι*), πρβλ. ναυ πηγῶ] … Dictionary of Greek
Ηράκλειον — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Οχυρωμένη πόλη της Πιερίας. Ήταν χτισμένη στα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου, κοντά στις εκβολές του ποταμού Απίλα. Οι αρχαίοι γεωγράφοι τη θεωρούσαν ως τη νοτιότερη μακεδονική πόλη. Κατά τους πολέμους των Ρωμαίων… … Dictionary of Greek
Τενίρς — (Teniers). Επώνυμο 2 Φλαμανδών ζωγράφων. 1. Νταβίντ ο πρεσβύτερος (1582 – 1649). Αρχικά μαθήτευσε κοντά στον μεγάλο ζωγράφο Ρούμπενς και, αργότερα, συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, όπου επηρεάστηκε από τον Γερμανό καλλιτέχνη Ελτσάιμερ. Όταν… … Dictionary of Greek
TABERNA — I. TABERNA oppid. Germaniae secundae triplex, Unum in Alsatia inferiori Zabern, simpliciter, vel Elsaszabern incolis, amplum, alias munitum, cum arce valida, nunc disiecta. Baudrand. de novo instauratur, A. C. 1675. Ad amnem Sorr, 4. leucis ab… … Hofmann J. Lexicon universale
βιβλιοκαπηλ(ε)ία — η 1. αισχροκέρδεια από την πώληση βιβλίων 2. παράνομη ανατύπωση και διάθεση βιβλίων στην αγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βιβλιοκαπηλία (< βιβλιοκάπηλος) μαρτυρείται από το 1868 στον Δημ. Βερναρδάκη, ο δε τ. βιβλιοκαπηλεία (< βιβλίο(ν) + καπηλεία)… … Dictionary of Greek
κυβευτήριον — κυβευτήριον, τὸ (Α) [κυβεύω] τόπος όπου έπαιζαν ζάρια («περὶ καπηλεῑα καὶ περὶ κυβευτήρια ἐσπουδακώς», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek
καπηλείο — καπηλείο, το και καπηλειό, το οινοπωλείο, ταβέρνα: Κάθε βράδυ ξενυχτάει στα υπόγεια καπηλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)