-
1 κατ-αυαίνω
κατ-αυαίνω, ausdörren, austrocknen, Archil. 42; Luc. Amor. 12 καϑαυαίνω geschrieben.
См. также в других словарях:
καταυαίνω — και καθαυαίνω (Α) (επιτ. τ. τού αυαίνω*) καταξεραίνω, καταστεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»] … Dictionary of Greek