-
1 καθαυαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαυαίνω
-
2 καταυαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταυαίνω
См. также в других словарях:
καταυαίνω — και καθαυαίνω (Α) (επιτ. τ. τού αυαίνω*) καταξεραίνω, καταστεγνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐαίνω «ξεραίνω, στεγνώνω»] … Dictionary of Greek