-
1 στήλη
στήλη, ἡ, dor. στάλα, eine emporstehende Säule, bes. von Stein; dah. Bild der Festigkeit, ὥςτε στήλην ἀτρέμας ἑσταότα, Il. 13, 437; ein Pfeiler zum Aufrechthalten, Stütze, 12, 259; Ἡρακλέος στῆλαι, die Säulen des Herakles, Pind. Ol. 3, 44 I. 3, 30. – Bes. Grabsäule, säulenförmiger Grabstein; ὥστε στήλη μένει ἔμπεδον, ἥτ' ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἑστήκει τεϑνηότος, Il. 17, 434; τύμβῳ τε στηλῃ τε, 16, 457, vgl. 675. 11, 371 Od. 12, 14; Her. 2, 102. 4, 87; übertr., στάλαν ϑέμεν, ein Denkmal setzen, im Liede, Pind. N. 4, 81; Plat. Legg. IX, 873 d μήτε στήλαις, μήτε ὀνόμασι δηλοῠντας τοὺς τάφους; Xen. Cyr. 7, 3, 16. – Die Säule am Ende der Rennbahn, um welche man beim Wettfahren herumbiegen mußte; λανϑάνει στήλην ἄκραν παίσας, Soph. El. 734; ὑπ' αὐτὴν ἐσχάτην στηλην ἔχων, 710; so ist auch zu erkl. Lys. bei Ath. XIII, 612 c περὶ τοῠτον τὸν κάπηλον ὡς περὶ στήλην διαφϑείρονται, wo es nicht »Klippe im Meer« zu übersetzen ist. – Uebh. jede von Staatswegen aufgerichtete Säule mit einer Inschrift, Gesetze, Verordnungen, Raths- u. Volksbeschlüsse enthaltend; vgl. Ar. Ach. 727, ἐγὼ δὲ τὴν στήλην, καϑ' ἣν ἐσπεισάμην, μέτειμ', ἵνα στήσω φανερὰν ἐν τἀγορᾷ, u. Av. 1050, ἐὰν μὴ δέχηται κατὰ τὴν στήλην, wo der Schol. erkl. κατὰ τὴν δημοσίαν ἀναγραφήν; Lys. 513 τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παρα γράψαι, u. sonst; Thuc. 5, 56; Grenzsäule, στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους, Dem. 18, 154; vgl. Xen. An. 7, 5, 13; Schand- u. Ehrensäule, Denksäule, στήλας ἱστάναι, Denksäulen errichten, Her. 2, 102. 106. 4, 87; στήλη γεγραμμένη σταϑήσεται, Andoc. 3, 35; ἐν στήλαις ἀναγραφέντες, 1, 51, wo §. 38 καϑέζεσϑαι μεταξὺ τοῠ κίονος, der Säule des Hauses, καὶ τῆς στήλης, ἐφ' ᾑ ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῠς steht; μάτην ἐν ταῖς στήλαις ἐστίν, vergeblich ist auf der Säule bekannt gemacht, Isocr. 4, 176. – Vgl. über die χαλκῆ στήλη auf der Akropolis, Lycurg. 117, auf welcher die ἀλιτήριοι καὶ προδόται aufgeschrieben wurden, Funkhänel in der Zeitschrift für Alterthumswissenschaft 1841 Nro. 37; ἐν στήλῃ γεγραμμένα, Plat. Critia. 119 c; κατὰ τοὺς ἐν τῇ στήλῃ νόμους, 120 a; στήλη περὶ τῆς συμπολιτείας, Pol. 2, 41, 12, wie στήλης προγραφείσης συνεπολιτεύετο μετὰ τῶν Ἀχαιῶν ἡ Σπάρτη, 25, 2, 1; dah. παραβαίνειν τοὺς ὅρκους, τοὺς νόμους, τὰς στήλας, 26, 1, 4.
-
2 κίων
κίων, ονος, bei Hom. gew. fem. (als ion. bezeichnet E. M. 514 f), aber auch masc., πρὸς κίονα μακοὸν ἐρείσας Od. 8, 66. 473, wie κίονες ὑψόσ' ἔχοντες 19, 38; auch bei den folgenden Dichtern häufig fem., doch herrscht das masc. in att. Prosa vor, Lys. frg. 121 Aesch. 1, 59 Plat. Euthyd. 303 b; Arist. Eth. 10, 4, 2; Plut.; – die Säule, der Pfeiler; bei Hom. bes. die Säulen, welche das Gebälk der Decke des großen Speisesaales tragen, Od. 19, 38, an denen die Speerbehälter sind, 1, 127. 17, 29; Od. 22, 466 ein Pfeiler im Hofe, von dem aus ein Tau nach der ϑόλος gezogen wird; Od. 1, 53 die Säulen, welche Erde u. Himmel aus einander halten, die Atlas hütet; vgl. Hes. Th. 729; κίον' οὐρανοῦ τε καὶ χϑονὸς ὤμοις ἐρείδων Aesch. Prom. 349; Her. 4, 184; οὐρανία Pind. P. 1, 19; Ἡρακλέος κίονες N. 3, 20, gewöhnlicher στῆλαι genannt; χρυσέας κίονας ὑποστήσαντες προϑύρῳ Ol. 6, 2; δεϑεὶς πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης Soph. Ai. 108; λαΐνοις κίοσιν οἴκων Eur. Herc. Fur. 1038; τῶν κιόνων αἱ πολλαί Her. 1, 92; Plat. Euthyd. 303 b u. A.; ein Unterschied zwischen κίων u. στήλη scheint Andoc. 1, 38 zu sein: καϑέζεσϑαι μεταξὺ τοῦ κίονος καὶ τῆς στήλης, ἐφ' ᾗ ὁ στρατηγός ἐστιν ὁ χαλκοῦς. Doch auch = στήλη, der Leichenstein, Paus. 2, 7, 3; ὑπὸ κίονα κεῖσαι Leon. Tar. 71 (VII, 163). – Bei den Aerzten das geschwollene Zäpfchen im Munde, Arist. H. A. 1, 11 (vgl. κιονίς); auch die Scheidewand zwischen den Nasenlöchern, Poll. 2, 79. 80. – Bei Plut. placit. phil. 3, 2, neben δοκίς, πωγωνία u. ä., eine Lufterscheinung.
-
3 θοάζω
θοάζω (von ϑοός), 1) in schnelle, heftige Bewegung versetzen, schnell bewegen, π τέρυγας Eur. I. T 1142, ἀγὼν φόνιος ϑοάζων σὲ τὸν μέλεον Or. 335; Bacch. 65; ἀχάλιν' ἐϑόαζον κάϑαιμα σῖτα γένυσι, sie fraßen schnell, Herc. Für. 383. Auch intrans., sich schnell bewegen, eilen, laufen, ϑοάζει δεῦρο Κασάνδρα δρόμῳ Eur. Trοad. 307, ϑοάζων αἰϑέρος ἄνω καπνός Or. 1542. – 21 = ϑαάσσω, sitzen; Aesch. Suppl. 590, l. d.; τίνας ποϑ' ἔδρας τάςδε μοι ϑοάζετε Soph. O. R. 2 erkl. Plut. de aud. poet. 5 durch καϑέζεσϑαι u. ϑαάσσω; vgl. Butim. Lexil. II p. 205; Suid. ϑοῶς προςκάϑησϑε, Herm. in der ersten Bdtg, quam mihi sessionem festinatis, was den Vorzug zu verdienen scheint.
-
4 ὀκκύλλω
См. также в других словарях:
καθέζεσθαι — κατά ἕζομαι seat oneself pres inf mp (epic) κατά καθέζομαι sit down pres inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
сидеть — сижу, укр. сидiти, сиджу, блр. сiдзець, сiджу, ст. слав. сѣдѣти, сѣждѫ καθέζεσθαι, καθῆσθαι (Клоц., Супр.), болг. седя (Младенов 577), сербохорв. диал. сjѐдити, сjѐди̑м, словен. sẹdẹti, sedim, чеш. seděti, слвц. sеdiеt᾽, польск. siedziec,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
οκκύλαι — ὀκκῡλαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὀκλάσαι, καὶ ἐπὶ τῶν πτερ < ν>ῶν καθέζεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οκλάζω] … Dictionary of Greek
πρόκυμμα — ύμματος τὸ, Μ [προκύπτω] (στο Βυζάντιο) η αίθουσα τού θρόνου («ἐν τῷ τοῡ προκύμματος μέσῳ, ἐν ᾧ τόπῳ εἴθισται τοῑς βασιλεῡσιν ἐπὶ θρόνου καθέζεσθαι τελουμένου δεξίμου», Κ. Πορφ.) … Dictionary of Greek
χλωρηΐς — ΐδος, ἡ, Α (ως επίθ. αηδονιού) α) (κατά τον Ησύχ.) «χλωρηΐς ἀηδών ἤτοι ἀπὸ τοῡ χρώματος ἤ χλωρά ἤ διὰ τὸ ἐπὶ χλωρῶν καθέζεσθαι δένδρων ἤ ἀπὸ χλωρίδος τὸ γένος ἔχουσαν» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «... ἤ διότι ἐν ἔαρι φαίνεται, ὅτε πάντα χλωρά… … Dictionary of Greek
χοίνιξ — η / χοῑνιξ, ικος, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) μονάδα μέτρησης τής χωρητικότητας σιτηρών και ξηρών καρπών που ισοδυναμούσε στην αρχή με τέσσερεις κοτύλες και αργότερα με έξι, δηλαδή με 787 περίπου γραμμάρια («χοῑνιξ σίτου δηναρίου, και τρεῑς χοίνικες… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
ДОБРОТОЛЮБИЕ — Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. Господь Вседержитель с предстоящими свт. Макарием Нотарой и прп. Никодимом Святогорцем. Гравюра. 50 е гг. ХХ в. [греч. Θιλοκαλία],… … Православная энциклопедия
ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… … Православная энциклопедия