-
1 καχρυδίας
-
2 καχρυδίας
См. также в других словарях:
καχρυδίας — καχρυδίας, ὁ (Α) 1. (ενν. άρτος) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καβουρντισμένο κριθάρι 2. φρ. «καχρυδίας πυρός» είδος σιταριού που μοιάζει με κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάχρυδ (κάχρυς, υδος) + κατάλ. ίας (πρβλ. κλιμακ ίας, τραπεζ ίας)) … Dictionary of Greek
καχρυδίας — καχρυδίᾱς , καχρυδίας made of masc acc pl καχρυδίᾱς , καχρυδίας made of masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχρυδίαι — καχρυδίας made of masc nom/voc pl καχρυδίᾱͅ , καχρυδίας made of masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχρυδίαν — καχρυδίᾱν , καχρυδίας made of masc acc sg (attic epic doric aeolic) καχρυδίας made of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CACHRYS — Graece κάχρυς, proprie granum hordei est; Hinc apud Comicum καχρυδίων πεφρυγ μεν´ων, hordeô frictoô. Et καχρυδίας ἄρτος, panis hordeaceus: apud Aristophanem in Nubibus, Α᾿δεῖν τε πίνοντ᾿ ὡσπερεὶ κάχρυς γυναῖκ᾿ ἀλοῦσαν. Ubi κάχρυς sunt κρι1αὶ. Cum … Hofmann J. Lexicon universale
καγχρυδίας — καγχρυδίας, ὁ (Α) βλ. καχρυδίας … Dictionary of Greek