Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καυχᾷ

См. также в других словарях:

  • καύχα — καύχᾱ , καύχη fem nom/voc/acc dual καύχᾱ , καύχη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύχα — η (Μ καύχα) βλ. καύκα …   Dictionary of Greek

  • καυχᾷ — καυχάομαι speak loud pres subj mp 2nd sg καυχάομαι speak loud pres ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύχας — καύχᾱς , καύχη fem acc pl καύχᾱς , καύχη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυχάσαιτο — καυχά̱σαιτο , καυχάομαι speak loud aor opt mp 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυχάσασθαι — καυχά̱σασθαι , καυχάομαι speak loud aor inf mp (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυχάσθω — καυχά̱σθω , καυχάομαι speak loud pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυχάσθωσαν — καυχά̱σθωσαν , καυχάομαι speak loud pres imperat mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύκα — (I) η (Μ καύκα και καύκη) 1. το καυκί 2. κεφάλι, κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, ὁ «κούπα», με αλλαγή γένους]. (II) και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα) η ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, ὁ «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί …   Dictionary of Greek

  • καυχίτσα — καυχίτσα, ἡ (Μ) 1. κόρη 2. παρακόρη, δούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχα + υποκορ. κατάλ. ίτσα] …   Dictionary of Greek

  • καυχοπούλα — καυχοπούλα, ἡ (Μ) παρακόρη, δούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καύχα + πούλα (πρβλ. βοσκο πούλα, πριγκιπο πούλα)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»