Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καυχηματίας

См. также в других словарях:

  • καυχηματίας — καυχηματίᾱς , καυχηματίας boaster masc acc pl καυχηματίᾱς , καυχηματίας boaster masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυχηματίας — ο (Α καυχηματίας) [καύχημα] αυτός που διαρκώς καυχιέται, αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιάρης αρχ. (για λόγο) ο γεμάτος κομπασμό …   Dictionary of Greek

  • καυχηματίαι — καυχηματίας boaster masc nom/voc pl καυχηματίᾱͅ , καυχηματίας boaster masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυχηματίαν — καυχηματίᾱν , καυχηματίας boaster masc acc sg (attic epic doric aeolic) καυχηματίας boaster masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MENDACES et gloriosi — in Colacinae sacro quaerendi, Plaut. in Curcul. Actu 4. sc. 1. Qui periurum convenire vult hominem, mitto in comitium; Qui mendacem gloriosum, apud Cloacinae sacrum. ub Turnebus aliique putant Cluacinam, cum dicta sit a cluendo, quod celebrari et …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ORDINARIUS — I. ORDINARIUS apud Sueton. de Rhetorib. c. 2. Ordinarium eum appellat, deridens ut inflatum ac levem et sordidum; ubi perperam vulgo legitur Hordearium, scurra est. Ita enim apud Veteres scurra dicebatur. Festus, Ordinarius homo scurra ac… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ταρταρίνος — ο, Ν 1. όνομα ενός κωμικοτραγικού προσώπου τού γαλλικού μυθιστορήματος ο οποίος παρίστανε τον εαυτό του ως ήρωα ανύπαρκτων κατορθωμάτων 2. ως προσηγ. ο ταρταρίνος ψευτοπαληκαράς, καυχηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tartarin. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • ευχαιτίας — εὐχαιτίας, ὁ (Α) ευχαίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαιτ ίας (< χαίτη) κατά τα καυχηματίας, τολμητίας] …   Dictionary of Greek

  • καυχητής — και καυχηστής, ὁ (Α) [καυχώμαι] καυχηματίας, καυχησιάρης …   Dictionary of Greek

  • καυχητικός — καυχητικός, ή, όν (Α) [καυχητής] καυχηματίας …   Dictionary of Greek

  • κομπορρήμων — ον, αρσ. και ονας (Μ κομπορρήμων, ον) αυτός που μιλά κομπαστικά, καυχηματίας, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. ευθυ ρρήμων, μεγαλο ρρήμων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»