-
1 καυστικός
[кафсгикос] εκ. обжигающий, жгучий,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καυστικός
-
2 каустический
καυστικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каустический
-
3 едкий
καυστικός, διαβρωτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > едкий
-
4 едкий
-
5 знойный
-
6 едкий
едк||ийприл1. καυστικός, διαβρωτικός/ τσουχτερός (о запахе):\едкийое вещество ἡ καυστική οὐσία, ἡ διαβρωτική οὐσία·2. перен δηκτικός, καυστικός, τσουχτερός:\едкийое замечание ἡ τσουχτερή παρατήρηση· \едкийая ирония ἡ δηκτική εἰρωνεία· \едкийая сатира ἡ καυστική σάτυ-ρα. -
7 жгучий
жгу́ч||ийприл1. (горячий) καυτερός, καυστικός:\жгучийие лучи солнца οἱ καυτερές ἀκτίνες τοῦ ήλίου·2. перен φλογερός, τσουχτερός, καυτερός, δριμύς, ὁξύς:\жгучий мороз τό τσουχτερό κρύο· \жгучий взгляд τό φλογερό βλεμμα· \жгучийая боль ὁ δριμύς πόνος· \жгучийие слезы τά μαύρα δάκρυα· \жгучий стыд ντροπή πού καίει· ◊ \жгучий брюнет πολύ με-λαχροινός, μελαψός. -
8 каустический
каусти́ческ||ийприл хим. καυστικός:\каустическийая со́да ἡ καυστική σόδα. -
9 палящий
палящийприл φλογερός, καυτερός, καυστικός:\палящий зной ἡ μεγάλη κάψα. -
10 едкий
[ιέτκιϊ] εκ. καυστικός -
11 каустический
[καουστίτσισκιϊ] εκ. (χημ.) καυστικός -
12 едкий
[ιέτκιϊ] επ καυστικός -
13 каустический
[καουστίτσισκιϊ] επ (χημ) καυστικός -
14 вытравной
επ.διαβρωτικός, καυστικός. || χαρακτικός•-ое средство χημική ουσία χάραξης.
-
15 горький
επ., βρ: -рек, -рька, -рько; горче, к. παλ. горше, горший; горчайший.1. πικρός•-ое лекарство πικρό φάρμακο.
2. μτφ. γεμάτος φαρμάκια, στενοχώριες• κακός•-ая жизнь κακή ζωή•
-ая доля κακή τύχη.
|| λυπηρός, θλιβερός, αλγηνός, οδυνηρός. || μτφ. αψύς,δριμύς, τσουχτερός, δηκτικός,καυστικός, φαρμακερός•горький смех πικρό γέλιο.
3. δυστυχής, -ισμένος, δύσμοιρος, δύστηνος•-ая сирота πεντάρφανος.
4. ουσ. θ. -ая η βότκα.εκφρ.- ая истина – πικρή αλήθεια•горький опыт – πικρή πείρα•- ие воды – πικρές υδάτινες πηγές• горький ή -ая пьяница αλκοολικός•- ая соль – είδος καθαρτικού (θειϊκό μαγγάνιο)•горе -ое – μεγάλο φαρμάκι (δυστυχία, κακό)•-им опытом прийти ή узнать – κ.τ.τ. γνωρίζω εξ ιδίας πείρας, δοκιμάζω στην καμπούρα μου•пить -ую – πίνω, μεθοκοπώ. -
16 едкий
επ., βρ: едок, едка, едко; едче.1. καυστικός• διαβρωτικός•едкий натрий καυστικό νάτριο•
-ое вещество διαβρωτική ουσία.
2. δριμύς, οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός•запах δριμεία οσμή.
3. μτφ. δηκτικός, φαρμακερός, αψύς• καυτερός, πειραχτικός. -
17 жгучий
επ., βρ: жгуч, -а, -е1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•
-ее солнце καυτερός ήλιος.
|| καυτερός, τσουχτερός•-ее перец καυτερή πιπεριά.
|| δυνατός• ανυπόφορος•-ая боль σουβλερός πόνος•
жгучий мороз τσουχτερό κρύο.
2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•
-ая тоска καημός, μαράζι•
-ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•
-ые слезы καυτά δάκρυα•
-ая обида βαριά προσβολή•
-ее впечатление αλγεινή εντύπωση•
жгучий взгляд φλογερή ματιά.
εκφρ.жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•- ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•- ая сатира – δη-τική σάτυρα•жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή. -
18 забористый
επ. βρ: -рист, -а, -о.1. οξύς, δριμύς, δραστικός• καυστικός δυνατός•-ое вино δυνατό κρασί•
забористый табак βαρύς! καπνός•
-ая горчица καυστικό σινάπι ή μουστάρδα.
2. μτφ. συναρπαστικός, ελκυστικός. || μτφ. θικτικός, προσβλητικός. -
19 каустический
επ.καυστικός•-ая сода καυστική σόδα.
-
20 огненный
επ.1. πύρινος•-ые языки πύρινες γλώσσ.ες (φλόγες).
2. μτφ. πυρόχρωμος•огненный горизонт πύρινος ορίζοντας (κόκκινος).
3. μτφ. σπινθηρίζων λαμπυρίζων•огненный взор πύρινο βλέμμα•
-ые глаза πύρινα μάτια.
4. μτφ. φλογερός, καυστικός, καυτερός, θερμός•огненный поцелуй θερμό φιλί (όλο φωτιά).
5. μτφ. γεμάτος πάθος, έξαρση.εκφρ.- ая речь – πύρινος λόγος•- ые слова – καυτερά λόγια•огненный бой – παλ. πυροβόλο όπλο κανόνι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καυστικός — capable of burning masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… … Dictionary of Greek
καυστικός — ή, ό επίρρ. ά καυτερός, δριμύς, τσουχτερός: Τα λόγια του ήταν καυστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυστικά — καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc pl καυστικά̱ , καυστικός capable of burning fem nom/voc/acc dual καυστικά̱ , καυστικός capable of burning fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικώτερον — καυστικός capable of burning adverbial comp καυστικός capable of burning masc acc comp sg καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικῶν — καυστικός capable of burning fem gen pl καυστικός capable of burning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικόν — καυστικός capable of burning masc acc sg καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικώτατα — καυστικός capable of burning adverbial superl καυστικός capable of burning neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικαῖς — καυστικός capable of burning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικαί — καυστικός capable of burning fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυστικοῖς — καυστικός capable of burning masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)