Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καυνός

См. также в других словарях:

  • καυνός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καῦνος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύνος — Αρχαία πόλη της Καρίας, κοντά στον ποταμό Κάλβι. Οι κάτοικοί της ήταν πλούσιοι και γνωστοί για τη μανία τους να επιδεικνύουν τον πλούτο τους. Ήταν όμως γνωστοί και για την ωχρότητά τους, που οφειλόταν στην ελονοσία από τους βάλτους που σχημάτιζε… …   Dictionary of Greek

  • Кавн — (Καΰνος): 1) сын Милета, основателя малоазиатского города того же имени; Известна, в особенности из Овидия (Met. IX, 453 и сл.), история преступной любви к нему его сестры Вивлиды. К. бежал из отечества в Ликию, где основал соименный ему город. У …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Καῦνοι — Καῦνος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καῦνον — Καῦνος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καύνου — Καῦνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καύνῳ — Καῦνος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кавн (город) — Древний город Кавн греч. Καΰνος …   Википедия

  • Καύνιος — Καύνιος, ία, ον (Α) [Καύνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Καρίας Καύνο ή που κατάγεται από την Καύνο («οἱ δὲ Καύνιοι αὐτόχθονες δοκέειν ἐμοί εἰσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. α) «ἡ Καυνία βοῡς» για περιπτώσεις ματαιοπονίας, γιατί η… …   Dictionary of Greek

  • Kaunos — (Carian: Kbid;Citation|last=Adiego|first=I.J.|coauthor=Chris Markham, Translator|contribution=Greek and Carian|year=2007|title=A History of Ancient Greek From the Beginning to Late Antiquity|editor last=Christidis|editor first=A.F.|editor2… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»