-
1 καυνακης
- ου (νᾰ) ὅ шуба ( верхняя меховая одежда у персов и вавилонян) Arph. -
2 καυνάκης
A thick cloak, Ar.V. 1137;κ. πορφυροῦς Men.972
; said to be of Persian or Babylonian make, Arr.An.6.29.5, Poll.7.59, cf. Sch.Ar.l.c., Semus 20, PCair.Zen.48.3 (iii B.C.), PHib.1.121.11 (iii B.C.):—also [full] καυνάκη, ἡ, PSI6.605 (iii B.C.); cf. γαυνάκη (which is also found in codd. of Peripl.M.Rubr.6):—[var] Dim. [full] καυνάκιον, τό, Zonar. (Assyr. gaunakka 'frilled and flounced mantle'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυνάκης
-
3 καυνάκης
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καυνάκης
-
4 καυνάκης
καυνάκηthick cloak: fem gen sg (attic epic ionic)καυνάκηςthick cloak: masc nom sg -
5 καυνάκαι
καυνάκᾱͅ, καυνάκηthick cloak: fem dat sg (doric aeolic)καυνάκηςthick cloak: masc nom /voc plκαυνάκᾱͅ, καυνάκηςthick cloak: masc dat sg (doric aeolic) -
6 καυνάκας
καυνάκᾱς, καυνάκηthick cloak: fem acc plκαυνάκᾱς, καυνάκηthick cloak: fem gen sg (doric aeolic)καυνάκᾱς, καυνάκηςthick cloak: masc acc plκαυνάκᾱς, καυνάκηςthick cloak: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 καυνάκη
-
8 καυνάκην
καυνάκηthick cloak: fem acc sg (attic epic ionic)καυνάκηςthick cloak: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 γαυνάκη
γαυνάκη, ἡ (in Lat. formGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαυνάκη
-
10 καυνάκη
-
11 γαυνάκης
Grammatical information: m.Meaning: a thick cloak (Persian, Babylonian?) (pap., Peripl. M. Rubr., Clem. Al.),Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Pers.Etymology: Persian LW [loanword], from * gauna-ka- `hairy' to Av. gaona- `hair'; other Iran. forms Morgenstierne Pashto 25. From Iranian also Assyr. gunakku, an article of dress. From γαυνάκης Lat. gaunaca (sinceVarro). - See Schwyzer ZII 6, 234ff. Fur. 119 rather assumes a `vorderasiatisches Wanderwort'.Page in Frisk: 1,292Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γαυνάκης
См. также в других словарях:
καυνάκης — Υφαντό ένδυμα που έμοιαζε πολύ με δέρμα γίδας και το χρησιμοποιούσαν άνδρες και γυναίκες την πρώιμη σουμεριακή εποχή. Οι άνδρες φορούσαν τον κ. από τη μέση, αφήνοντας ακάλυπτο το στήθος, ενώ οι γυναίκες κάλυπταν με αυτό ολόκληρο το σώμα τους,… … Dictionary of Greek
καυνάκης — καυνάκη thick cloak fem gen sg (attic epic ionic) καυνάκης thick cloak masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυνάκη — και γαυνάκη, ἡ (Α) καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης, ὁ, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
καυνακοπλόκος — καυνακοπλόκος, ὁ (Α) αυτός που υφαίνει το ένδυμα καυνάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυνάκης + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχο πλόκος] … Dictionary of Greek
καυνάκαι — καυνάκᾱͅ , καυνάκη thick cloak fem dat sg (doric aeolic) καυνάκης thick cloak masc nom/voc pl καυνάκᾱͅ , καυνάκης thick cloak masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυνάκας — καυνάκᾱς , καυνάκη thick cloak fem acc pl καυνάκᾱς , καυνάκη thick cloak fem gen sg (doric aeolic) καυνάκᾱς , καυνάκης thick cloak masc acc pl καυνάκᾱς , καυνάκης thick cloak masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
гуня — ветхая одежонка , гунка пеленка , укр. гуня сермяга болг. гуня плащ из козьей шерсти , сербохорв. гу̑њ вид верхнего платья , словен. gunj, чеш. houně ворсистая ткань, одеяло , слвц. huňa, польск. gunia – то же. Заимств. из др. ир. gaunyā ж.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
куна — I куна I., куница – зверек Мustela , др. русск. куна денежная единица, равная 1/22 гривны, первонач. означало куний мех, стоящий 1 диргем (Пов. врем. лет), затем куны мн. деньги , до ХV в. (см. Бауэр у Шрёттера, 333 и сл.), укр., блр. куна, болг … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Каунакес — Бактрийская статуэтка женщины в каунакесе Каунакес (греч … Википедия
γαυνάκης — γαυνάκης, ο (Α) ο καυνάκης, ένδυμα από χοντρό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λέξη, πιθανώς από το περσικό *gαunαkα «τριχωτός» (πρβλ. αβεστ. gαοnα «μαλλιά, χρώμα μαλλιών», ακκαδ. gunαkku «είδος πανωφοριού»)] … Dictionary of Greek
καυνάκιον — καυνάκιον, τὸ (Α) υποκορ. τού καυνάκης* … Dictionary of Greek