-
1 καυμός
-
2 κρυμός
A icy cold, frost, Hdt.4.8, 28, etc.; ἀνὰ κρυμόν in frost, Nic.Th. 681: in pl.,κατὰ τοὺς κρυμούς Str.11.2.8
, cf. D.H.1.37, Onos. 10.5, Polyaen.3.9.34, Ael.NA2.1.II chill, cold fit, S.Fr. 507, Hp.Morb.4.53, Call.Aet.3.1.19 (nisi leg. καυμός), Ruf. ap. Orib. 45.30.21;κ. χολῆς E.Fr. 682
, cf. Dsc.3.53 (pl.). ( κρυμνὸς ἢ κρυμός, Hsch.)
См. также в других словарях:
καυμός — καυμός, ὁ (Α) [καίω] (πιθ. ανάγν.) πυρετός … Dictionary of Greek
καϋμός — ο βλ. καημός … Dictionary of Greek
καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… … Dictionary of Greek
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek