Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καυλίας

См. также в других словарях:

  • καυλίας — καυλίας, ὁ (Α) [καυλός] (για χυμό) αυτός που παράγεται από τον καυλό τών φυτών («ὀπόν... ἔχει, τὸν μὲν ἀπὸ τοῡ καυλοῡ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ρίζης, διὸ καλούσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • καυλίας — καυλίᾱς , καυλίας extracted from a stalk masc acc pl καυλίᾱς , καυλίας extracted from a stalk masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλία — καυλίᾱ , καυλίας extracted from a stalk masc nom/voc/acc dual καυλίας extracted from a stalk masc voc sg καυλίᾱ , καυλίας extracted from a stalk masc voc sg (attic) καυλίᾱ , καυλίας extracted from a stalk masc gen sg (doric aeolic) καυλίας… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλίαν — καυλίᾱν , καυλίας extracted from a stalk masc acc sg (attic epic doric aeolic) καυλίας extracted from a stalk masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SILPHIUM — Cyrenensibus σἰρφι aut σίλφι, item σέρφι, unde Graecis σίλφιον et σίλπον, Latinis Sirpe, Silpe, et Serpe, atque porro lac serpicium, unde Laserpicium; aliquando pro succo ipso sumitur, unde σιλφιωτα, lasere inspaersa, atque haec propria notio… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»