Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καυλοῦ

См. также в других словарях:

  • καυλοῦ — καυλέω form a stalk pres imperat mp 2nd sg (attic) καυλέω form a stalk imperf ind mp 2nd sg (attic) καυλός stem masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυλίας — καυλίας, ὁ (Α) [καυλός] (για χυμό) αυτός που παράγεται από τον καυλό τών φυτών («ὀπόν... ἔχει, τὸν μὲν ἀπὸ τοῡ καυλοῡ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ρίζης, διὸ καλούσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • κολπώνω — (AM κολπῶ, όω, Μ και κολπώνω) [κόλπος] δίνω σε κάτι σχήμα κόλπου, κάνω κάτι να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο αέρας κόλπωσε τα πανιά τού καραβιού» β. «ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», Λουκιαν. γ. «ὁ ὑμήν... φυσώμενος διὰ τοῦ… …   Dictionary of Greek

  • προσκαυλώ — έω, Α εκφύομαι με τη μορφή καυλού, βλαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καυλῶ «σχηματίζω καυλό, βλαστό»] …   Dictionary of Greek

  • πόσθη — Το δέρμα που περιβάλλει το πέος. Πρόκειται για δέρμα λεπτό, λείο, ελαστικό και άτριχο, που αποτελείται από τον δαρτό και τον υποδόριο συνδετικό ιστό. Το τμήμα της π. που καλύπτει τη βάλανο λέγεται ακροποσθία ή ακροβυστία. Η π. αποτελεί συνέχεια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»