Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καταντία

См. также в других словарях:

  • καταντία — καταντίᾱ , καταντία hanging downwards fem nom/voc/acc dual καταντίᾱ , καταντία hanging downwards fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταντία — καταντία, ἡ (Α) [κατάντης] 1. το κρέμασμα προς τα κάτω 2. (ως επίρρ.) καταντίον* («πόντου καταντία κυμαίνοντος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ως ουσ. < κατ(α) * + ἀντία, θηλ. τού ἀντίος (< ἀντί). Ως επίρρ. πιθ. < φρ. κατ’ ἀντία, όπου ἀντία επίρρ. <… …   Dictionary of Greek

  • κατάντια — κατάντια, η και καταντιά, η και κατάντι, το το κατάντημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάντια — η [καταντώ] η άθλια κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος, το κατάντημα («να δεις την κατάντια του και να τόν λυπηθείς») …   Dictionary of Greek

  • καταντίας — καταντίᾱς , καταντία hanging downwards fem acc pl καταντίᾱς , καταντία hanging downwards fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταντίαν — καταντίᾱν , καταντία hanging downwards fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • κατάντι — το [καταντώ] η κατάντια …   Dictionary of Greek

  • καταντίον — και καταντία (Α) επίρρ. ακριβώς απέναντι, κατευθείαν απέναντι («καταντίον δ αὑτοῡ αἱ ἵπποι τετάφαται», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀντίον / ἀντία (< ἀντίος «αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον»), πρβλ. εν αντίον] …   Dictionary of Greek

  • καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… …   Dictionary of Greek

  • περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»