-
1 καταρασσω
атт. κατᾰράττω1) отбрасывать, прогонять(τινὰ ἐς τὸν Κιθαιρῶνα Her.; τὸ στράτευμα κατηράχθη ἐς τὰ τειχίσματα Thuc.)
2) низвергать, бросать(τινὰ εἰς τέν θάλατταν Dem.; κ. ἑαυτὸν εἰς τέν κεφαλήν τινος Arst.)
3) перен. разбивать, разрушать(τὰ βουλεύματα Luc.)
4) ( о воде) низвергаться, с шумом падать(εἰς τοὺς πλαταμῶνας Polyb.; εἰς τὸ χάσμα Diod.; ὄμβροι καταράσσουσι Arst.)
См. также в других словарях:
καταράσσω — (AM, Α αττ. τ. καταράττω) μσν. αράζω αρχ. 1. σπάζω σε πολλά κομμάτια, κατασυντρίβω («ὁ παῑς ἐμπεσὼν κατήραξε τὴν κύλικα», Ιππών.) 2. καταβάλλω, κατανικώ («κατήραξε δ εἰς θάλατταν ἅπαντας», Δημοσθ.) 3. διαταράσσω («διασείειν καὶ καταράσσειν τὰ… … Dictionary of Greek
καταρράσσω — καταρράσσω, αττ. τ. καταρράττω, ιων. τ. καταρρήσσω (Α) 1. ορμώ δυνατά και βίαια 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερραγμένος, η, ον απογοητευμένος, συντετριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥάσσω «ορμώ, κλονίζω» (βλ. και κατ αράσσω)] … Dictionary of Greek