-
1 ουριζω
Iион. = ὁρίζω См. οριζωII(fut. οὐριῶ, aor. οὔρισα) досл. вести под попутным ветром, перен. успешно помогать, счастливо руководить, споспешествовать(ἕκαθεν Aesch.)
γᾶν κατ΄ ὀρθὸν οὐ. Soph. — счастливо править страной -
2 κατουριζω
досл. = κατουρόω См. κατουροω, перен. успешно протекатьτάδ΄ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει Soph. — (предсказание) это нерушимо сбывается
См. также в других словарях:
ουρίζω — (I) οὐρίζω (Α) ιων. τ. βλ. ορίζω. (II) (Α οὐρίζω) [ούρος (II)] πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο αρχ. 1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.) 2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο… … Dictionary of Greek
κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… … Dictionary of Greek