-
1 κατουριζω
досл. = κατουρόω См. κατουροω, перен. успешно протекатьτάδ΄ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει Soph. — (предсказание) это нерушимо сбывается
См. также в других словарях:
κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… … Dictionary of Greek
κατουρίζει — κατουρίζω bring into port with a fair wind pres ind mp 2nd sg κατουρίζω bring into port with a fair wind pres ind act 3rd sg κατουρίζω bring into port with a fair wind pres ind mp 2nd sg κατουρίζω bring into port with a fair wind pres ind act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουρίζειν — κατουρίζω bring into port with a fair wind pres inf act (attic epic) κατουρίζω bring into port with a fair wind pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατουρίσας — κατουρίσᾱς , κατουρίζω bring into port with a fair wind aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κατουρίσᾱς , κατουρίζω bring into port with a fair wind aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)