Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατουρίζω

См. также в других словарях:

  • κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… …   Dictionary of Greek

  • κατουρίζει — κατουρίζω bring into port with a fair wind pres ind mp 2nd sg κατουρίζω bring into port with a fair wind pres ind act 3rd sg κατουρίζω bring into port with a fair wind pres ind mp 2nd sg κατουρίζω bring into port with a fair wind pres ind act 3rd …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατουρίζειν — κατουρίζω bring into port with a fair wind pres inf act (attic epic) κατουρίζω bring into port with a fair wind pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατουρίσας — κατουρίσᾱς , κατουρίζω bring into port with a fair wind aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κατουρίσᾱς , κατουρίζω bring into port with a fair wind aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»