-
1 καταρρωδεω
ион. тж. κατορρωδέω пугаться, ужасаться(τὸν ὄνειρον, τέν ἵππον Her.)
; бояться(τοὺς Πέρσας Her.)
ὑπὲρ ἑωυτῶν καὴ τῆς Ἑλλάδος καταρρωδηκότες Her. — боясь за себя (самих) и за Элладу
См. также в других словарях:
ορρωδώ — (ΑΜ ὀρρωδῶ, έω, Α ιων. τ. ἀρρωδέω) 1. ζαρώνω από φόβο μπροστά σε κάποιον, φοβάμαι, τρέμω 2. δειλιάζω, λιποψυχώ, διστάζω, αμφιταλαντεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. άγνωστης ετυμολ. Οι αρχαίοι λεξικογράφοι συνέδεσαν το ρ. με τις λ. ὄρρος «οπίσθια, γλουτοί» και … Dictionary of Greek