Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

καταρρωδέω

См. также в других словарях:

  • καταρρωδέουσι — καταρρωδέω fear pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) καταρρωδέω fear pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) καταρρωδέω fear pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) καταρρωδέω fear pres ind act 3rd pl (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρωδήσαντα — καταρρωδέω fear aor part act neut nom/voc/acc pl καταρρωδέω fear aor part act masc acc sg καταρρωδέω fear aor part act neut nom/voc/acc pl καταρρωδέω fear aor part act masc acc sg κατορρωδέω fear aor part act neut nom/voc/acc pl (ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρωδῆσαι — καταρρωδέω fear aor inf act καταρρωδέω fear aor inf act κατορρωδέω fear aor inf act (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρωδέοντες — καταρρωδέω fear pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) καταρρωδέω fear pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) κατορρωδέω fear pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρωδήσαντες — καταρρωδέω fear aor part act masc nom/voc pl καταρρωδέω fear aor part act masc nom/voc pl κατορρωδέω fear aor part act masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρώδησαν — κατᾱρρώδησαν , καταρρωδέω fear aor ind act 3rd pl (doric ionic aeolic) καταρρωδέω fear aor ind act 3rd pl (homeric ionic) καταρρωδέω fear aor ind act 3rd pl (homeric doric ionic aeolic) κατᾱρρώδησαν , κατορρωδέω fear aor ind act 3rd pl (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρωδήσας — καταρρωδήσᾱς , καταρρωδέω fear aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καταρρωδήσᾱς , καταρρωδέω fear aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καταρρωδήσᾱς , κατορρωδέω fear aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρώδηκε — κατᾱρρώδηκε , καταρρωδέω fear perf imperat act 2nd sg (doric ionic aeolic) κατᾱρρώδηκε , καταρρωδέω fear perf ind act 3rd sg (doric ionic aeolic) κατᾱρρώδηκε , κατορρωδέω fear perf imperat act 2nd sg (doric ionic aeolic) κατᾱρρώδηκε ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατορρωδώ — κατορρωδῶ, έω, ιων. τ. καταρρωδέω (Α) φοβάμαι υπερβολικά («διὰ τὸ κατορρωδεῑν τὸν ἔξω κίνδυνον τῷ πολλαπλασίους εἶναι τοὺς ὑπεναντίους», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀρρωδῶ / ιων. τ. ἀρρωδῶ «φοβάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • καταρρωδηκότας — κατᾱρρωδηκότας , καταρρωδέω fear perf part act masc acc pl (doric ionic aeolic) κατᾱρρωδηκότας , κατορρωδέω fear perf part act masc acc pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρωδηκότες — κατᾱρρωδηκότες , καταρρωδέω fear perf part act masc nom/voc pl (doric ionic aeolic) κατᾱρρωδηκότες , κατορρωδέω fear perf part act masc nom/voc pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»