-
1 κατ-αιθύσσω
κατ-αιθύσσω, von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίϑυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιϑύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.
-
2 αἰθύσσω
Aᾔθυσσον Hsch.
,κατ-αίθυσσον Pi.P. 4.83
): [tense] aor.παρ-αίθυξα Id.O.10(11).73
, A.R.2.1253: (akin to αἴθω):— set in rapid motion, stir up, kindle, S.Fr. 542, cf. Nonn.D.1.187, al.; κτύπον, νόον, ib.38.382, 48.689:—[voice] Pass., quiver, of leaves, Sapph.4, cf. Nonn.D.1.31.II intr., Arat.1034.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθύσσω
-
3 καταιθύσσω
κατ-αιθύσσω, von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίϑυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab; Κάστωρ καταιϑύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Herd, das Haus -
4 καταιθυσσω
( сверху) бросать свет, освещать, озарять(τι Pind.)
πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίτυσσον Pind. — блистающей волной кудри покрывали всю спину
См. также в других словарях:
καταίθυξ — (Α) 1. ορμητικός 2. φρ. «καταῑθυξ ὄμβρος» ραγδαία βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ αιθύσσω] … Dictionary of Greek
καταιθύσσω — (Α) 1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα δώθε («ἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.) 2. διαχέω («Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»] … Dictionary of Greek