-
1 κατ-αιθύσσω
κατ-αιθύσσω, von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίϑυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab, Pind. P. 4, 83; Κάστωρ καταιϑύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Heerd, das Haus, P. 5, 11.
-
2 καταιθύσσω
κατ-αιθύσσω, von oben herab schimmern; πλόκαμοι ἅπαν νῶτον καταίϑυσσον, Locken wallten den ganzen Rücken hinab; Κάστωρ καταιϑύσσει μάκαιραν ἑστίαν, überstrahlt den Herd, das Haus
См. также в других словарях:
καταίθυξ — (Α) 1. ορμητικός 2. φρ. «καταῑθυξ ὄμβρος» ραγδαία βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ αιθύσσω] … Dictionary of Greek
καταιθύσσω — (Α) 1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα δώθε («ἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.) 2. διαχέω («Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»] … Dictionary of Greek