Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κατ-αιθύσσω

См. также в других словарях:

  • καταίθυξ — (Α) 1. ορμητικός 2. φρ. «καταῑθυξ ὄμβρος» ραγδαία βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ αιθύσσω] …   Dictionary of Greek

  • καταιθύσσω — (Α) 1. κυματίζω, κινούμαι γρήγορα πέρα δώθε («ἅπαν νῶτον καταίθυσσον πλόκαμοι», Πίνδ.) 2. διαχέω («Κάστωρ καταιθύσσει ἑστίαν» ο Κάστωρ στέλνει τη λάμψη του στην εστία, Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αἰθύσσω «ανακινώ, ταράζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»