-
1 κατωρυξ
I1) врытый (в землю), вкопанный(λᾶας, λίθος Hom.)
2) вырытый в земле, подземный(στέγη Soph.)
κατώρυχες ἔναιον Aesch. — (первобытные люди) жили в подземельяхII- ῠχος ἥ1) подземелье, пещера(ζῆν ἐν κατώρυχι Soph.)
2) подземный тайник или зарытый в землю клад -
2 πετρωδης
21) похожий на камень, каменистый, скалистый(λόφος Plut.)
τὰ πετρώδη Plat. — камнеобразные вещества, NT. каменистая почва2) высеченный в скале(ἥ κατῶρυξ Soph.)
-
3 στεγη
ἥ1) крыша, кровля Her., Aesch., Xen.2) кров, убежище(παρέχειν τινὴ στέγην Arst.)
κατῶρυξ σ. Soph. — подземное убежище, т.е. могила3) тж. pl. жилье, жилище, домκατὰ στέγας Soph. — домой;
στέγαι δόμων Eur. — дома4) комната, покой Her.
См. также в других словарях:
κατώρυξ — ο, η (Α κατῶρυξ, ώρυχος και κατωρυχής, ές) νεοελλ. το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής αρχ. 1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ ἀραρυῑα»,… … Dictionary of Greek
κατωρυχέας — κατῶρυξ dug out masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέες — κατῶρυξ dug out masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέεσι — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέεσσι — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέεσσιν — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέσι — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχής — κατωρυχής, ές (Α) βλ. κατώρυξ … Dictionary of Greek
κατωρύχιος — κατωρύχιος, ον (Α) [κατώρυξ] (για νερό) αυτός που ρέει υπογείως … Dictionary of Greek
κατώρυχος — κατώρυχος, ον (Α) 1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος 3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα 4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός… … Dictionary of Greek
πετρώδης — ες, ΝΜΑ [πέτρα] (για τόπο) αυτός που αποτελείται από πέτρα, χωρίς αρκετό χώμα, βραχώδης, γεμάτος πέτρες («λόφος πετρώδης και περίκρημνος», Πλούτ.) αρχ. 1. (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από πέτρα («ἄνθρωποι πετρώδεις… … Dictionary of Greek