-
1 κατῶρυξ
A dug out, quarried, ἀγορὴ.. λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (as if from κατωρυχής) Od.6.267, cf. 9.185;λίθοι κ. Poll.7.123
; τὴν κατώρυγα (sic) θεμελίωσιν foundation of quarried stone, Ph.Byz.Mir.6.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατῶρυξ
-
2 κατῶρυξ
κατ - ῶρυξ, υχος ( ὀρύσσω): dug in, buried or firmly set in the earth. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κατῶρυξ
-
3 κατωρυχέας
κατῶρυξdug out: masc /fem acc pl (epic ionic) -
4 κατωρυχέες
κατῶρυξdug out: masc /fem nom /voc pl (epic ionic) -
5 κατωρυχέεσι
κατῶρυξdug out: masc /fem /neut dat pl (epic ionic) -
6 κατωρυχέεσσι
κατῶρυξdug out: masc /fem /neut dat pl (epic) -
7 κατωρυχέεσσιν
κατῶρυξdug out: masc /fem /neut dat pl (epic) -
8 κατωρυχέσι
κατῶρυξdug out: masc /fem /neut dat pl -
9 κατωρυχέεσσ'
κατωρυχέεσσι, κατῶρυξdug out: masc /fem /neut dat pl (epic) -
10 κατώρυξιν
κατώ̱ρυξιν, κατῶρυξdug out: masc /fem dat pl -
11 κατώρυχα
κατώρῡχα, κατορύσσωbury: perf ind act 1st sgκατώ̱ρυχα, κατῶρυξdug out: masc /fem acc sg -
12 κατώρυχας
κατώρῡχας, κατορύσσωbury: perf ind act 2nd sgκατώ̱ρυχας, κατῶρυξdug out: masc /fem acc pl -
13 κατώρυχες
κατώ̱ρυχες, κατῶρυξdug out: masc /fem nom /voc pl -
14 κατώρυχι
κατώ̱ρυχι, κατῶρυξdug out: masc /fem dat sg -
15 κατώρυχος
κατώρυχοςmasc nom sgκατώ̱ρυχος, κατῶρυξdug out: masc /fem gen sg -
16 κατώρυχος
II κατώρυχος, ον, = κατῶρυξ 11.1, βελοστάσεις interpol. in Ph.Bel.82.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατώρυχος
-
17 πετρώδης
πετρ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετρώδης
См. также в других словарях:
κατώρυξ — ο, η (Α κατῶρυξ, ώρυχος και κατωρυχής, ές) νεοελλ. το ξύλο στρατιωτικής γέφυρας η οποία μπήγεται στο έδαφος μόλις αρχίσουν οι εργασίες κατασκευής αρχ. 1. αυτός που έχει εξορυχθεί, αυτός που βγήκε από τη γη («ἀγορή... λάεσσι κατωρυχέεσσ ἀραρυῑα»,… … Dictionary of Greek
κατωρυχέας — κατῶρυξ dug out masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέες — κατῶρυξ dug out masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέεσι — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέεσσι — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέεσσιν — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχέσι — κατῶρυξ dug out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωρυχής — κατωρυχής, ές (Α) βλ. κατώρυξ … Dictionary of Greek
κατωρύχιος — κατωρύχιος, ον (Α) [κατώρυξ] (για νερό) αυτός που ρέει υπογείως … Dictionary of Greek
κατώρυχος — κατώρυχος, ον (Α) 1. ο κτισμένος μέσα στο έδαφος («οἰκήματα κατώρυχα», Δίων Κάσσ.) 2. αυτός που ζει μέσα στο έδαφος 3. (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ορίζοντα 4. (το αρσ. ως επωνύμιο) τρωγλοδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερος θεματικός… … Dictionary of Greek
πετρώδης — ες, ΝΜΑ [πέτρα] (για τόπο) αυτός που αποτελείται από πέτρα, χωρίς αρκετό χώμα, βραχώδης, γεμάτος πέτρες («λόφος πετρώδης και περίκρημνος», Πλούτ.) αρχ. 1. (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από πέτρα («ἄνθρωποι πετρώδεις… … Dictionary of Greek