-
1 καταναγκάζω
2 coerce,τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Th.4.77
;τινά τι Luc.Laps. 8
;τινὰ ποιεῖν τι Is.7.38
, cf. PGen.49.24 (iv A.D.):—[voice] Pass.,ὅσα -άζεται πρὸς μικρότητα καὶ μέγεθος Thphr.CP1.16.11
;κινήσεις τινὲς ὑπὸ φαρμάκων -άζονται Gal.6.150
; κατηναγκασμένος necessary, inevitable,ὁμολογούμενον καὶ κ. ἅπασι Plb.3.4.3
, cf. A.D.Synt.43.1, al.; H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταναγκάζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский