-
1 κατώτατος
-
2 κατωτατος
3 -
3 κατώτατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατώτατος
-
4 κατώτατος
-
5 κατώτατος
κατώτατος, η, ον (s. prec. and two next entries; Hdt. [n. pl. as adv.], X. et al.; LXX adv. κατωτάτω Tob 4:19 S; 13:2 S; Philo, Spec. Leg. 1, 94; Just., D. 40, 3) superl. of κάτω deepest ἐκ τοῦ κατωτάτου [Ἅ]δου from the depths of the nether world AcPlCor 2:30.—M-M. -
6 κατώτατος
κάτοςfollowing: masc nom superl sgκατώτατοςlowest: masc nom sg -
7 κατώτατος
-
8 κατώτατος
-η,-ον + A 0-0-0-6-1=7 Ps 62(63),10; 85(86),13; 87(88),7; 138 (139),15; Lam 3,55sup. of κάτω; lowest Ps 85(86),13; τὰ κατώτατα the lowest parts Neh 4,7(13) -
9 κατωτάτω
κάτοςfollowing: masc /neut nom /voc /acc superl dualκάτοςfollowing: masc /neut gen superl sg (doric aeolic)κάτωdownwards: superlκατώτατοςlowest: masc /neut nom /voc /acc dualκατώτατοςlowest: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————κάτοςfollowing: masc /neut dat superl sgκατώτατοςlowest: masc /neut dat sg -
10 κατωτάτη
κάτοςfollowing: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)κατώτατοςlowest: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————κάτοςfollowing: fem dat superl sg (attic epic ionic)κατώτατοςlowest: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 κατωτάτων
κάτοςfollowing: fem gen superl plκάτοςfollowing: masc /neut gen superl plκατώτατοςlowest: fem gen plκατώτατοςlowest: masc /neut gen pl -
12 κατώτατον
κάτοςfollowing: masc acc superl sgκάτοςfollowing: neut nom /voc /acc superl sgκατώτατοςlowest: masc acc sgκατώτατοςlowest: neut nom /voc /acc sg -
13 низший
επ.1. υπερθ. β. του επ. низкий, χαμηλότατος• κατώτατος•-ие организмы οι κατώτατοι οργανισμοί•
-ие служащие οι κατώτατοι υπάλληλοι•
самый низший ο κατώτερος όλων•
-ая должность η κατώτατη υπαλληλική θέση•
-ее звание ο κατώτατος βαθμός.
2. δημοτικός, στοιχειώδης•-ее образование στοιχειώδης εκπαίδευση•
-ая школа δημοτικό σχολείο•
-ие учебные заведения σχολικά διδακτήρια.
-
14 κάτω
κάτω, 1) hinab, hinunter, nach unten zu; ἧστο κάτω ὁρόων Od. 23, 91; πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται Il. 17, 136; πόλλ' ἄνω τὰ δ' αὖ κάτω κυλίνδοντ' ἐλπίδες, auf- u. abwärts, Pind. Ol. 12, 6; ἐγὼ δ' ἄπειμι γῆς ὑπὸ ζόφον κάτω Aesch. Pers. 825; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων Eum. 620, vgl. ἄνω; so bei Soph. u. A.; bes. in die Unterwelt hinab, ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς Soph. Ant. 197, vgl. 520; auch κάτω δάκρυ' εἰβομένη, 523; vgl. Ar. Ran. 476; κάτω βλέπειν, φέρεσϑαι, Plat. Rep VI, 500 b IX, 584 e; κάτω διεχώρει αὐτοῖς, et ging unten durch, sie hatten den Durchfall, Xen. An. 4, 8, 20. – Auch c. gen., πετρῶν ὦσαι κάτω Eur. Cycl. 452, vom Felsen herab; κατὰ τῆς γῆς κάτω Ar. Plut. 238, wie κατὰ τείχεος κάτω ῥίπτειν Her. 8, 53. – 2) unten, unterwärts; Hes. Th. 301; in der Unterwelt, τὰν παγκευϑῆ κάτω νεκρῶν πλάκα Soph. O. C. 1559, öfter; οἱ κάτω ϑεοί El. 284; οἷα τοῖς κάτω νομίζεται 319, öfter, die Todten; Ai. 852 Ant. 75; εἶμι τῶν κάτω Κόρης ἄνακτός τ' εἰς ἀνηλίους δόμους Eur. Alc. 851; – τὰ κάτω τῶν μελῶν Plat. Legg. VII, 794 d; οἱ κάτω, die am Meeresufer, an der Küste wohnen, Ggstz οἱ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένοι, Thuc. 1, 120; Ἰωνίης τὰ κάτω Her. 1, 143; τὸ κ. καὶ πρὸς ϑαλάσσῃ Plut. Phoc. 28. – In der Rennbahn, von den Schranken an, Plat. Rep. X, 613 b. – 3) von der Zeit, nachher, später; κάτω τοῦ χρόνου Ael. V. H. 3, 17; ἐπὶ Θησέως καὶ τῶν Κοδριδῶν κάτω 5, 13; Ggstz τῶν πάλαι μὲν – τῶν κάτω δέ, die Folgenden, Neueren, Luc. Lipp. 1; – ἡ κάτω συλλαβή, die folgende Sylbe, E. M. – Compar. κατωτέρω; Plat. Phaed. 112 d; κατωτέρω τοῦ Ταρτάρου 113 h; vgl. Ar. Ran. 69; das adj. κατώτερος u. superl. κατώτατος s. unten; κατωτάτω Sp.; οἱ κατώτατα ἑστεῶτες Her. 8, 23; μικρὸν κατώτερον τοῦ στόματος Arist. H. A. 6, 10. – Vgl. κάτωϑεν.
-
15 κατωτάται
κατωτάτᾱͅ, κάτοςfollowing: fem dat superl sg (doric aeolic)κατωτάτᾱͅ, κατώτατοςlowest: fem dat sg (doric aeolic) -
16 κατωτάταις
κάτοςfollowing: fem dat superl plκατώτατοςlowest: fem dat pl -
17 κατωτάτην
κάτοςfollowing: fem acc superl sg (attic epic ionic)κατώτατοςlowest: fem acc sg (attic epic ionic) -
18 κατωτάτης
κάτοςfollowing: fem gen superl sg (attic epic ionic)κατώτατοςlowest: fem gen sg (attic epic ionic) -
19 κατωτάτοις
κάτοςfollowing: masc /neut dat superl plκατώτατοςlowest: masc /neut dat pl -
20 κατωτάτου
κάτοςfollowing: masc /neut gen superl sgκατώτατοςlowest: masc /neut gen sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κατώτατος — η, ο (ΑΜ κατώτατος, άτη, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.) νεοελλ. 1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή») 2. αυτός που έχει την πιο … Dictionary of Greek
κατώτατος — κάτος following masc nom superl sg κατώτατος lowest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατώτατος — η, ο επίρρ. α υπερθ. από το επίρρ. κάτω χαμηλότατος, έσχατος, ευτελέστατος: Δεν έπιασε ούτε το κατώτατο όριο επίδοσης στο τρέξιμο που έχει οριστεί για τους Ολυμπιακούς αγώνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νέατος — (I) νέατος, άτη, ον και νειάτιος, ίη, ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, άτη, ον και συνηρ. νῆτος, η, ον (Α) 1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.) 2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον… … Dictionary of Greek
κατωτάτω — κάτος following masc/neut nom/voc/acc superl dual κάτος following masc/neut gen superl sg (doric aeolic) κάτω downwards superl κατώτατος lowest masc/neut nom/voc/acc dual κατώτατος lowest masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωτάτων — κάτος following fem gen superl pl κάτος following masc/neut gen superl pl κατώτατος lowest fem gen pl κατώτατος lowest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατώτατον — κάτος following masc acc superl sg κάτος following neut nom/voc/acc superl sg κατώτατος lowest masc acc sg κατώτατος lowest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TARTARUS — fluv. Venetiae, ex Athesi in Padum per Hadriae fines decurrens; unde unum ex Padi ostiis Tartarum a Plinio, l. 3. c. 16. nominatur. Est et Tartarus, et Tartara numer. plural. locus inferorum a poetis plurimum celebratus, in quo sontes plectuntur … Hofmann J. Lexicon universale
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ … Dictionary of Greek
μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… … Dictionary of Greek