Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατώτατος

См. также в других словарях:

  • κατώτατος — η, ο (ΑΜ κατώτατος, άτη, ον) [κάτω] αυτός που βρίσκεται στην πιο κάτω θέση, ο χαμηλότατος (α. «βρίσκεται στο κατώτατο σκαλοπάτι» β. «τὸ κατώτατον οἴκημα», Ξεν.) νεοελλ. 1. (για ποσό) έσχατος, τελευταίος («κατώτατη τιμή») 2. αυτός που έχει την πιο …   Dictionary of Greek

  • κατώτατος — κάτος following masc nom superl sg κατώτατος lowest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατώτατος — η, ο επίρρ. α υπερθ. από το επίρρ. κάτω χαμηλότατος, έσχατος, ευτελέστατος: Δεν έπιασε ούτε το κατώτατο όριο επίδοσης στο τρέξιμο που έχει οριστεί για τους Ολυμπιακούς αγώνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νέατος — (I) νέατος, άτη, ον και νειάτιος, ίη, ον, επικ. και ιων. τ. νείατος, αρκαδ. τ. νήατος, άτη, ον και συνηρ. νῆτος, η, ον (Α) 1. έσχατος, τελευταίος («τὰς νεάτας πλευράς», Ιπποκρ.) 2. κατώτατος, χαμηλότατος («οἱ δὲ Ζέλειαν ἔναιον ὑπαὶ πόδα νείατον… …   Dictionary of Greek

  • κατωτάτω — κάτος following masc/neut nom/voc/acc superl dual κάτος following masc/neut gen superl sg (doric aeolic) κάτω downwards superl κατώτατος lowest masc/neut nom/voc/acc dual κατώτατος lowest masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατωτάτων — κάτος following fem gen superl pl κάτος following masc/neut gen superl pl κατώτατος lowest fem gen pl κατώτατος lowest masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατώτατον — κάτος following masc acc superl sg κάτος following neut nom/voc/acc superl sg κατώτατος lowest masc acc sg κατώτατος lowest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TARTARUS — fluv. Venetiae, ex Athesi in Padum per Hadriae fines decurrens; unde unum ex Padi ostiis Tartarum a Plinio, l. 3. c. 16. nominatur. Est et Tartarus, et Tartara numer. plural. locus inferorum a poetis plurimum celebratus, in quo sontes plectuntur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • μηδέν — Μαθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην αριθμητική. Δηλώνει το ουδέτερο στοιχείο της πρόσθεσης και συμβολίζεται με το σύμβολο 0 (ισχύει, δηλαδή, α + 0 = α για οποιονδήποτε αριθμό της αριθμητικής α). Γενικότερα στην άλγεβρα, αν ένα σύνολο είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»