-
1 καταρτισις
- εως ἥ1) руководство, управление, воспитание(κ. καὴ παιδεία Plut.)
2) исправление, (у)совершенствование NT. -
2 κατάρτισις
κατάρτισις, εως, ἡ (s. prec. entry; Plut., Alex. 667 [7, 1] ‘training’; cp. idem, κατάρτυσις Them. 112 [2, 7] w. παιδεία) the process of perfecting, maturation εὐχόμεθα τὴν ὑμῶν κ. we pray for your maturation ( for the perfecting of your characters Goodsp.) 2 Cor 13:9.—DELG s.v. ἀραρίσκω. TW. -
3 κατάρτισις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάρτισις
-
4 κατάρτισις
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάρτισις
-
5 κατάρτισις
совершенствование, совершение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατάρτισις
-
6 κατάρτισις
II training, discipline, Plu.Alex.7.III = καταρτισμός 11, Paul.Aeg.6.99.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάρτισις
-
7 κατάρτισις
κατ-άρτισις, ἡ, das Einrichten, Zurechtmachen, Wiederherstellen -
8 καταρτίσει
κατάρτισιςrestoration: fem nom /voc /acc dual (attic epic)καταρτίσεϊ, κατάρτισιςrestoration: fem dat sg (epic)κατάρτισιςrestoration: fem dat sg (attic ionic)καταρτίζωadjust: aor subj act 3rd sg (epic)καταρτίζωadjust: fut ind mid 2nd sgκαταρτίζωadjust: fut ind act 3rd sgκαταρτίζωadjust: aor subj act 3rd sg (epic)καταρτίζωadjust: fut ind mid 2nd sgκαταρτίζωadjust: fut ind act 3rd sg -
9 καταρτίσιας
κατάρτισιςrestoration: fem acc pl (epic doric ionic aeolic) -
10 κατάρτισιν
κατάρτισιςrestoration: fem acc sg -
11 καταρτισμος
ὁ NT. = κατάρτισις См. καταρτισις 1 -
12 κατ-αρτισμός
κατ-αρτισμός, ὁ, = κατάρτισις, Einrenkung der Glieder, Medic. – Aussöhnung, Clem. Al.
-
13 καταρτίσεως
καταρτίσεω̆ς, κατάρτισιςrestoration: fem gen sg (attic) -
14 καταρτίση
καταρτίσηι, κατάρτισιςrestoration: fem dat sg (epic)καταρτίζωadjust: aor subj mid 2nd sgκαταρτίζωadjust: aor subj act 3rd sgκαταρτίζωadjust: fut ind mid 2nd sgκαταρτίζωadjust: aor subj mid 2nd sgκαταρτίζωadjust: aor subj act 3rd sgκαταρτίζωadjust: fut ind mid 2nd sg -
15 καταρτίσῃ
καταρτίσηι, κατάρτισιςrestoration: fem dat sg (epic)καταρτίζωadjust: aor subj mid 2nd sgκαταρτίζωadjust: aor subj act 3rd sgκαταρτίζωadjust: fut ind mid 2nd sgκαταρτίζωadjust: aor subj mid 2nd sgκαταρτίζωadjust: aor subj act 3rd sgκαταρτίζωadjust: fut ind mid 2nd sg -
16 2676
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2676
См. также в других словарях:
καταρτίσει — κατάρτισις restoration fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταρτίσεϊ , κατάρτισις restoration fem dat sg (epic) κατάρτισις restoration fem dat sg (attic ionic) καταρτίζω adjust aor subj act 3rd sg (epic) καταρτίζω adjust fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτίσιας — κατάρτισις restoration fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρτισιν — κατάρτισις restoration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρτιση — η (AM κατάρτισις) [καταρτίζω] πνευματική και ηθική συγκρότηση, μόρφωση, αγωγή νεοελλ. 1. παροχή ή απόκτηση ειδικών γνώσεων καί εφοδίων, ειδίκευση (α. «επαγγελματικὴ κατάρτιση» β. «επιστημονική κατάρτιση») 2. συγκρότηση ενός πράγματος («κατάρτιση… … Dictionary of Greek
καταρτίσεως — καταρτίσεω̆ς , κατάρτισις restoration fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρτίσῃ — καταρτίσηι , κατάρτισις restoration fem dat sg (epic) καταρτίζω adjust aor subj mid 2nd sg καταρτίζω adjust aor subj act 3rd sg καταρτίζω adjust fut ind mid 2nd sg καταρτίζω adjust aor subj mid 2nd sg καταρτίζω adjust aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)