Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατάρτισις

См. также в других словарях:

  • καταρτίσει — κατάρτισις restoration fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταρτίσεϊ , κατάρτισις restoration fem dat sg (epic) κατάρτισις restoration fem dat sg (attic ionic) καταρτίζω adjust aor subj act 3rd sg (epic) καταρτίζω adjust fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτίσιας — κατάρτισις restoration fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάρτισιν — κατάρτισις restoration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάρτιση — η (AM κατάρτισις) [καταρτίζω] πνευματική και ηθική συγκρότηση, μόρφωση, αγωγή νεοελλ. 1. παροχή ή απόκτηση ειδικών γνώσεων καί εφοδίων, ειδίκευση (α. «επαγγελματικὴ κατάρτιση» β. «επιστημονική κατάρτιση») 2. συγκρότηση ενός πράγματος («κατάρτιση… …   Dictionary of Greek

  • καταρτίσεως — καταρτίσεω̆ς , κατάρτισις restoration fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτίσῃ — καταρτίσηι , κατάρτισις restoration fem dat sg (epic) καταρτίζω adjust aor subj mid 2nd sg καταρτίζω adjust aor subj act 3rd sg καταρτίζω adjust fut ind mid 2nd sg καταρτίζω adjust aor subj mid 2nd sg καταρτίζω adjust aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»