Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατάπαυσις

См. также в других словарях:

  • κατάπαυσις — stopping fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαύσει — κατάπαυσις stopping fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταπαύσεϊ , κατάπαυσις stopping fem dat sg (epic) κατάπαυσις stopping fem dat sg (attic ionic) καταπαύω put an end to aor subj act 3rd sg (epic) καταπαύω put an end to fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαύσεις — κατάπαυσις stopping fem nom/voc pl (attic epic) κατάπαυσις stopping fem nom/acc pl (attic) καταπαύω put an end to aor subj act 2nd sg (epic) καταπαύω put an end to fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαύσεσι — κατάπαυσις stopping fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαυσιν — κατάπαυσις stopping fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπαυση — ἡ (AM κατάπαυσις) [καταπαύω] 1. τέλεια παύση, σταμάτημα, λήξη, τελειωμός, οριστικός τερματισμός («κατάπαυση εχθροπραξιών») μσν. αρχ. 1. καθησυχασμός, ηρέμηση, γαλήνευση, ησυχία, ανάπαυση 2. τόπος αναπαύσεως και ησυχίας, ησυχαστήριο 3. ο τόπος τής …   Dictionary of Greek

  • καταπαύσιμος — η, ο (Μ καταπαύσιμος, ον) [κατάπαυσις] νεοελλ. αυτός που είναι δυνατόν να καταπαύσει, να τερματιστεί, να σταματήσει μσν. αυτός με τον οποίο είναι δυνατή η κατάπαυση, αυτός που καταπαύει, που φέρνει απόλυτη ησυχία και γαλήνη, ο καταπαυστικός …   Dictionary of Greek

  • ԴԱԴԱՐՈՒՄՆ — (րման.) NBH 1 0590 Chronological Sequence: 6c, 8c, 13c, 14c գ. κατάπαυσις, ἡρεμία quies, requies, cessio, finis Դադարելն. անշարժութիւն. հանդարտութիւն. հանգիստ. նիստ. կասումն. դադար. վերջ. ... *Ընթերցուածք ոչ երբէք առնուին դադարումն. Եղիշ. ՟Գ:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՆԳԻՍՏ — (գստեան, կամ գստի, ից.) NBH 2 0036 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c գ. ἁνάπαυσις, ἁνάπαυμα, κατάπαυσις requies. Հանգչելն. դադարումն. դուլ եւ դադար. հանդարտութիւն. անդորրութիւն. խաղաղութիւն. ... *Շաբաթ՝ հանգիստ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • καταπαύσεων — καταπαύσεω̆ν , κατάπαυσις stopping fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπαύσεως — καταπαύσεω̆ς , κατάπαυσις stopping fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»