-
1 καταθεσις
-
2 κατάθεσις
κατάθεσιςlayering: fem nom sg -
3 κατάθεσις
A layering of branches for propagation,κ. κλάδων D.S.2.53
;φυτῶν ἐν τῇ γῇ Gp.9.5.1
: generally, planting,Χορτασμάτων PStrassb.10.10
(iii A.D.).5 in Surgery, position, 'putting up' of a limb, Erot. s.v. κατατεῖναι, Pall. in Hp.Fract.12.273 C.6 in Law, promise, covenant, Just.Nov.85.3.1, 94.2; also, disposition, POxy.243.11 (i A.D.), Sammelb.5679.18 (iv A.D.).7 burial, POxy.475.31 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάθεσις
-
4 κατάθεσις
κατά-θεσις, ἡ, das Niederlegen, Hinlegen, bes. vom Gelde, das Erlegen, Bezahlen. Das Ablegen, Ableger machen von Pflanzen; κατάπαυσις, κατάληξις, das Aufhören -
5 καταθέσει
κατάθεσιςlayering: fem nom /voc /acc dual (attic epic)καταθέσεϊ, κατάθεσιςlayering: fem dat sg (epic)κατάθεσιςlayering: fem dat sg (attic ionic) -
6 καταθέσεις
κατάθεσιςlayering: fem nom /voc pl (attic epic)κατάθεσιςlayering: fem nom /acc pl (attic) -
7 καταθεσίων
κατάθεσιςlayering: fem gen pl (epic doric ionic aeolic) -
8 καταθέσεσιν
κατάθεσιςlayering: fem dat pl -
9 κατάθεσιν
κατάθεσιςlayering: fem acc sg -
10 συγκαταθεσις
- εως ἥ1) согласие, одобрение(ἔπαινος καὴ σ. Polyb.)
2) подчинение, уступка(ὕφεσις καὴ σ. Plut.)
3) совместное существование(τίς σ. ναῷ θεοῦ μετὰ εἰδώλων; NT.)
4) филос. (у стоиков) логическое приятие, признание, утверждение Plut.ἡ πρὸς μηδέτερον σ. Sext. — неприятие ни одного из обоих суждений
-
11 показание
показаии||ес1. юр. ἡ κατάθεσις, ἡ μαρτυρία / ἡ Ενορκος ὁμολογία (под присягой):давать \показаниея καταθέτω, κάνω κατάθεση· снимать \показаниея ἀνακαλώ τήν κατάθεση·2. (термометра и т. ἡ.) ἡ ἔνδει· ξις· -
12 καταθέσεων
καταθέσεω̆ν, κατάθεσιςlayering: fem gen pl -
13 καταθέσεως
καταθέσεω̆ς, κατάθεσιςlayering: fem gen sg (attic)
См. также в других словарях:
κατάθεσις — layering fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθέσει — κατάθεσις layering fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταθέσεϊ , κατάθεσις layering fem dat sg (epic) κατάθεσις layering fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθέσεις — κατάθεσις layering fem nom/voc pl (attic epic) κατάθεσις layering fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθεσίων — κατάθεσις layering fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθέσεσιν — κατάθεσις layering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάθεσιν — κατάθεσις layering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάθεση — η (AM κατάθεσις) [κατατίθημι] νεοελλ. 1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου») 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. το κατατεθειμένο ποσό 4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε… … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
Ζώνη, αγία — Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση, ο αυτοκράτορας Αρκάδιος μετέφερε, το 395, τη ζώνη της Θεοτόκου από τα Ιεροσόλυμα στην Κωνσταντινούπολη. Αρχικά, φυλασσόταν στον ναό των Χαλκοπρατείων της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, τεμαχίστηκε και τα τεμάχιά… … Dictionary of Greek
καταθέσεων — καταθέσεω̆ν , κατάθεσις layering fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθέσεως — καταθέσεω̆ς , κατάθεσις layering fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)