-
1 καταδηλος
2совершенно ясный, явственный, очевидный Soph. etc.τινὰ κατάδηλον ποιῆσαι Her. — разоблачить кого-л.;
κατάδηλοι γίγνονται προσποιούμενοι μὲν εἰδέναι, εἰδότες δἐ οὐδέν Plat. — они делают вид, будто знают, не зная, однако, ничего -
2 κατάδηλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάδηλος
-
3 κατάδηλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάδηλος
-
4 κατάδηλος
η, ο [ος, ον ] совершенно очевидный, ясный -
5 κατάδηλος
совершенно ясный, очевидный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατάδηλος
-
6 ευθεως
1) тотчас же, немедленно, сразу (же)(κατ΄ ἴχνος ᾄσσειν Soph.)
οὐ πάνυ εὐ. ἐθέλει πείθεσθαι Plat. — он не очень-то склонен сразу же поверить;εὐ. κατάδηλος Arst. — непосредственно очевидный2) (тж. ἐπεὴ εὐ. Xen.) как только, едва лишьαἰσθόμενος εὐ. ἥκοντα τὸν Θεόδοτον Lys. — как только он узнал, что Феодот вернулся
3) вот, именноοἷον εὐ. Polyb. — вот, например
-
7 2612
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2612
См. также в других словарях:
κατάδηλος — manifest masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδηλος — η, ο (AM κατάδηλος, ον) ολοφάνερος, καταφανής αρχ. 1. (με τα ρ. γίγνομαι ή φαίνομαι) γίνομαι φανερός, ανακαλύπτομαι 2. (με το ρ. ποιώ) καθιστώ γνωστό. επίρρ... καταδήλως (AM καταδήλως) καταφανώς, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηλος (<… … Dictionary of Greek
καταδηλότερον — κατάδηλος manifest adverbial comp κατάδηλος manifest masc acc comp sg κατάδηλος manifest neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδηλοτέρων — κατάδηλος manifest fem gen comp pl κατάδηλος manifest masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλως — κατάδηλος manifest adverbial κατάδηλος manifest masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδηλον — κατάδηλος manifest masc/fem acc sg κατάδηλος manifest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλου — κατάδηλος manifest masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλους — κατάδηλος manifest masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλων — κατάδηλος manifest masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδήλῳ — κατάδηλος manifest masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδηλα — κατάδηλος manifest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)