-
1 ευθεως
1) тотчас же, немедленно, сразу (же)(κατ΄ ἴχνος ᾄσσειν Soph.)
οὐ πάνυ εὐ. ἐθέλει πείθεσθαι Plat. — он не очень-то склонен сразу же поверить;εὐ. κατάδηλος Arst. — непосредственно очевидный2) (тж. ἐπεὴ εὐ. Xen.) как только, едва лишьαἰσθόμενος εὐ. ἥκοντα τὸν Θεόδοτον Lys. — как только он узнал, что Феодот вернулся
3) вот, именноοἷον εὐ. Polyb. — вот, например
См. также в других словарях:
αἰσθόμενος — αἰσθάνομαι perceive aor part mid masc nom sg αἰσθάνομαι perceive pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ощоутити — ОЩОУ|ТИТИ (12), ЧОУ ( ЩОУ), ТИТЬ гл. 1. Ощутить, почувствовать: ничьсоже ѥже паче вьсего иного творѧщемъ. дънъдеже ѹбо. грѣхъ ощютѧть. (ἕως ἄν… αἴσϑωνται) КЕ XII, 261б; чювьствьно же ощютѧть. бывъшеѥ въ тъ часъ. (εἰ… αἴσϑωνται) Там же, 263а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
σανθείς — Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰσθόμενος, γνούς» … Dictionary of Greek