Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αἰσθόμενος

См. также в других словарях:

  • αἰσθόμενος — αἰσθάνομαι perceive aor part mid masc nom sg αἰσθάνομαι perceive pres part mp masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ощоутити — ОЩОУ|ТИТИ (12), ЧОУ ( ЩОУ), ТИТЬ гл. 1. Ощутить, почувствовать: ничьсоже ѥже паче вьсего иного творѧщемъ. дънъдеже ѹбо. грѣхъ ощютѧть. (ἕως ἄν… αἴσϑωνται) КЕ XII, 261б; чювьствьно же ощютѧть. бывъшеѥ въ тъ часъ. (εἰ… αἴσϑωνται) Там же, 263а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • σανθείς — Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰσθόμενος, γνούς» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»