-
41 κατα-δρομή
κατα-δρομή, ἡ, 1) das Anrennen gegen Einen, der Streifzug, Thuc. 1, 142; τὴν χώραν καταδρομαῖς λείαν ἐποιεῖτο 8, 41; καταδρομὰς ποιεῖσϑαι 7, 27, wie Xen. Cyr. 3, 3, 23; καταδρομῆς γενομένης τῶν φυγάδων Lys. 20, 28; ὥςπερ καταδρομὴν ἐποιήσω ἐπὶ τὸν λόγον μου Plat. Rep. V, 472 a; vgl. καταδρομὴν μέλλει ποιεῖσϑαι περὶ ἐμοῦ Aesch. 1, 135. Oft bei Pol., auch übertr., κατὰ τοῦ Ἐφόρου Τίμαιος πλείστην πεποίηται καταδρομήν 12, 23, 1, er zieht gegen ihn mit heftigem Tadel los; auch öfter bei Ath. – 2) Zufluchtsort, Schlupfwinkel, Ael. H. A. 2, 9. 5, 49.
-
42 κατα-δέω
κατα-δέω (s. δέω), 1) anknüpfen, festbinden; κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσιν φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ Il. 10, 567, wie 8, 434; ἐμὲ ἐνὶ νηΐ Od. 14, 345, δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ 15, 443; zubinden, verschließen, versperren, ἀνέμων κέλευϑα 5, 383. 10, 20; ähnlich ἐμοὶ κατέδησε κέλευϑα 7, 272; τοῦ γε ϑεοὶ κατὰ νόστον ἔδησαν, sie verhinderten seine Rückkehr, 14, 61; ἐν φόβῳ καταδεϑεῖσα Eur. Ion 1498, der auch das med. braucht, ἀγχόνειον βρόχον δι' ἐμὲ κατεδήσατο Hel. 693; καταδεδεμένον τοὺς ὀφϑαλμούς, mit verbundenen Augen, Her. 2, 122. – 2) binden, ins Gefängniß werfen; συνέλαβέ σφεας καὶ κατέδησε Her. 3, 143; τοὺς ἄλλους κατέδησαν τὴν ἐπὶ ϑανάτῳ 5, 72, vgl. ἐπί, Folgde; τοὺς μὲν δούλους ἠλευϑέρωσαν, τοὺς δ' ἐλευϑέρους κατέδησαν Thuc. 8, 15; dah. auch verurtheilen, ὅσοι μὲν κατέδησαν φῶρα εἶναι, im Ggstz von ἀπολύειν, Her. 2, 174. 4, 68. – Uebertr., ἐν τούτῳ τῷ πάϑει μάλιστα καταδεῖται ψυχὴ ὑπὸ σώματος Plat. Phaed. 83 d. – 31 durch magische Knoten bezaubern, behexen; neben καταγοητεύω D. Cass. 50, 6; Harpocr. Vgl. κατάδεσμος. So auch zu nehmen καταδέδενται οἱ ἔρωτες Ath. XV, 670 c.
-
43 κατα-πρἄΰνω
κατα-πρἄΰνω, besänftigen; Ggstz τραχύνω, Plat. Tim. 57 a; Euthyd. 228 b; Isocr. 3, 34. 4, 18 τὴν ταραχήν, beilegen, Pol. 5, 52, 14; κατεπράϋνεν αὐτὸν τῆς ὀργῆς Plut. Them. 31 S. auch καταπρηΰνω.
-
44 κατα-πυκνόω
κατα-πυκνόω, ganz dicht machen, Arist. Meteorl. 1, 9; anfüllen, κατεπώκνου παραδειγμάτων πλήϑει τὴν πόλιν Plut. Lycurg. 27; τρήμασι τὸ τεῖχος, viel durchlöchern, Pol. 8, 7, 6; öfter bei Sp.; vermehren, aufhäufen, τέτταρά σοι τάλαντα κατεπύκνωσα bei Ath. III, 102 a. Vgl. D. L. 10, 142.
-
45 κατα-πειράζω
κατα-πειράζω, versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰςεληλύϑαμεν εἰς τὸ δικαστήριον Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραϑεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von καταπειράω), geschwächt, D. Sic. 17, 107.
-
46 κατα-πελτάζω
κατα-πελτάζω, mit Leichtbewaffneten überwinden, erstürmen, wohl nur im med., καταπελτάσονται τὴν Βοιωτίαν ὅλην, von Ar. Ach. 160 gebraucht, von Hesych. καταδραμοῦνται erkl., sie werden ganz Böotien niedertartschen.
-
47 κατα-πνίγω
κατα-πνίγω (s. πνίγω), ersticken, erwürgen, Sp.; auch von Feuer u. Kohlen, Arist. de mort. 5; γόγγρον κατέπνιξ' ἐν ἅλμῃ τοῦτον εὐανϑεστέρᾳ Sotad. bei Ath. VII, 293 d; – auch übertr., καὶ διαφϑείρει τὴν αὔξησιν τῆς ἀμπέλου Plut. reipubl. ger. praec. 12.
-
48 κατα-πλύνω
κατα-πλύνω (s. πλύνω), eigtl. von oben herabspülen, abwaschen; ὕδατι τὴν κεφαλήν Xen. de re equ. 5, 6; καταπλυϑείς Theophr.; Sp. – Uebertr., τὸ πρᾶγμα καταπέπλυται, die Sache ist ausgewaschen, ist vergessen, abgethan, Aesch. 3, 178, was Poll. 7, 48 erkl.: οὐδενὸς ἄξιόν τι ἀποπεφάνϑαι.
-
49 κατα-πλαγής
κατα-πλαγής, ές, erschrocken, furchtsam; καταπλαγεῖς γενόμενοι τὴν τοῦ Πύῤῥου ἔφοδον, = καταπλαγέντες, Pol. 1, 7, 6. Auch καταπληγής.
-
50 κατα-πονέω
κατα-πονέω, durch Arbeit, Anstrengung ermüden, überwältigen, übh. schwächen, bewältigen; Men. Stob. fl. 29, 19; Ἡρακλῆς ὁ καταπονούμενος τῷ τῆς Δηϊανείρας χιτῶνι Pol. 40, 7, 3; καταπεπονημένη βασιλεία 29, 11, 11; τῇ ἐνδείᾳ τῆς τροφῆς καταπονήσαντες τὴν ἀλκὴν τοῦ ϑηρίου D. Sic. 3, 37; pass., 11, 6. 13, 51, wie a. Sp.; νόσῳ καταπονηϑείς D. L. 5, 68.
-
51 κατα-πολῑτεύομαι
κατα-πολῑτεύομαι, in der Staatsverwaltung überwinden, durch politische Maßregeln in seine Gewalt bringen, dämpfen, unterdrücken; κατεπολιτεύσατο τὴν ἐν τούτοις πλεονεξίαν Plut. Lyc. 9; τὸν Πομπήϊον Pomp. 51; übh. durch listige Staatsverwaltung täuschen, ὃν τρόπον ὑμᾶς κατεπολιτεύσατο Φίλιππος Dem. 19, 315; τὸν δῆμον Poll. 4, 36.
-
52 κατα-πλέω
κατα-πλέω (s. πλέω), herabschiffen, zu Schiffe von der hohen See an die Küste fahren, anlanden, einlaufen; Od. 9, 142; τὰς ἐκ Πόντου ναῦς Ἀϑήναζε ἐκώλυε καταπλεῖν Xen. Hell. 5, 1, 28; εἰς τὴν γῆν κατέπλευσαν 1, 7, 29; Plat. Euthyd. 297 c; Dem. u. A.; auch von Sachen, καταπλέοντος Ἀϑήναζε πυροῦ Theophr.; – zurückschiffen, -fahren, Andoc. 2, 13 u. A. – S. unten καταπλώω.
-
53 κατα-πλήσσω
κατα-πλήσσω, att. - πλήττω (vgl. πλήσσω), niederschlagen, bes. in Furcht oder Staunen u. Bewunderung setzen; πάντων τῶν δεινῶν ὁ φόβος μάλιστα καταπλήττει τὰς ψυχάς Xen. Cyr. 3, 1, 24; Ggstz von ϑρασεῖς ποιῆσαι καὶ ἐπᾶραι Dem. 18, 175; πολλοὶ καταπλήττουσι τοὺς ἀκροατὰς ϑορυβοῦντες Arist. rhet. 3, 7; Sp., von denen Pol. auch den aor. med. so braucht, καταπλήξασϑαι βουλόμενος τοὺς ὑπεναντίους 3, 89, 1, öfter; so auch D. Sic. 5, 71, τοὺς μὲν ἀγαϑοὺς πείϑοντα, τοὺς δὲ φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καὶ τῷ φόβῳ καταπληττόμενον. – Pass. erschrecken, erstaunen, bestürzt werden oder sein; κατεπλήγη φίλον κῆρ Il. 3, 31, er ward erschüttert, erschreckt im Herzen; in welcher Bdtg als aor. bei den Folgdn immer κατεπλάγην steht, z. B. καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Thuc. 1, 81; c. accus., vor Einem oder Etwas erschrecken, καταπεπληγμένοι τὸν πόλεμον Pol. 4, 50, 6, öfter; οὐ καταπλαγέντες τὴν δεινότητα D. Sic. 11, 77; in Verwunderung gerathen, erstaunen, πάνυ ταῦτ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι Eupolis bei Ath. VI, 236 f; Pol. 1, 46, 6 u. Sp. – Sp. brauchen in ders. Bdtg auch perf. II. act., καταπεπληγότες τὸ τῶν Ῥωμαίων τάχος Dion. Hal. 6, 25; vgl. Paus. 10, 22, 2 App. Mithrid. 18; τὸ καταπεπληγός, die Niedergeschlagenheit, Plut. comp. Pelop. 1.
-
54 κατα-πῡγίζω
κατα-πῡγίζω, widernatürliche Unzucht treiben, nach Phot. auch τὸ τὴν πυγὴν ἐπιπολὺ μεταφέρειν ἐν τῷ βαδίζειν.
-
55 κατα-σπαράσσω
κατα-σπαράσσω, zerreißen, zerfleischen; Ar. Equ. 725; παρϑένον κατεσπαραγμένην τὴν ἐσϑῆτα καὶ κόμην Luc. Asin. 22.
-
56 κατα-στροφικῶς
κατα-στροφικῶς, nach Art des Wendepunkts, der Katastrophe im Drama, τὴν τελευτὴν κατ. ποιήσασϑαι Ath. X, 453 c.
-
57 κατα-στροφή
κατα-στροφή, ἡ, 1) das Umwenden, Zerstören, καταστροφαὶ νέων ϑεσμίων Aesch. Eum. 468. – 2) Unterwerfung, Unterjochung, τῶν πολίων Her. 1, 6; ποιεῖσϑαί τινος, = καταστρέφεσϑαι, 6, 27. – 31 die Wendung, der Ausgang, das Ende; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Aesch. Suppl. 437; δότε βίου πέρασιν καὶ καταστροφήν τινα Soph. O. C. 103; der Tod, Thuc. 2, 42, wie τοῦ βίου Pol. 5, 54, 4 u. öfter ohne dies. Zusatz; allgemein, καταστροφὴ καὶ συντέλεια τῶν γεγονότων 3, 1, 9; καὶ ἔξοδον λαμβάνειν 3, 47, 8; τὴν καταστροφὴν τῆς βάβλου ποιεῖσϑαι εἰς τοῦτο, wie καταστρέφειν, 1, 13, 5; αἱ καταστροφαὶ τῶν δραμάτων, der Wendepunkt der Handlung in der Tragödie, von dem die Auflösung des geschürzten Knotens beginnt, 3, 48, 4; Luc. Alex. 60 u. a. Sp.
-
58 κατα-στασιάζω
κατα-στασιάζω, einen Aufruhr gegen Einen machen, durch einen Aufstand überwältigen, unterdrücken; κατεστασίασαν ἀπόντα τὸν βασιλέα D. Sic. 19, 36; Λυσανδρίδαν Ἀγησίλαος καταστασιάσας φυγαδευϑῆναι ἐποίησεν ὑπὸ Λακεδαιμονίων, er brachte es durch einen Aufstand dahin, Theopomp. bei Ath. XIII, 609 b; τὴν βουλήν Plut. Pericl. 9, öfter. – Pass. durch einen Aufstand, durch die Gegenpartei überwältigt werden, Xen. Hell. 1, 6, 4; καταστασιασϑέντες ὑπὸ παρατάξεως ἀδίκου Dem. 44, 3; Arist. pol. 5, 6; Pol. 34, 14, 7; Sp., καταστασιασϑεὶς ὑπὸ Θεμιστοκλέους Plut. Them. 11.
-
59 κατα-στέλλω
κατα-στέλλω, 1) anordnen, ordnen, πλόκαμον Eur. Bacch. 931; bekleiden, κατάστειλόν με τὰ περὶ τὼ σκέλη Ar. Thesm. 256. – 2) herab-, herunterlassen, senken, τὰς ῥάβδους D. Hal. 8, 44; – zurückhalten, hemmen, unterdrücken, auch stillen, besänftigen, Eur. I. A. 934; κιϑάρα καταστέλλειν τὸ πυρῶδες (die Leidenschaftlichkeit) δυναμένη Ath. XIV, 624 a; Plut. de adul. et am. discr. 42; häufig bei Sp.; τὴν ταραχήν S. Emp. adv. eth. 131; D. Sic. 1, 76 stellt den τολμηροί entgegen οἱ κατεσταλμένοι τοῖς ἤϑεσι, von ruhigem, gelassenem Charakter; τὸ φρόνημα αὐτῷ κατέσταλται καὶ μεμείωται, ist gedemüthigt, Ael. A. H. 4, 29.
-
60 κατα-στίζω
κατα-στίζω (s. στίζω), mit Stichen, Flecken, Punkten bedecken, bezeichnen, bunt machen; ᾠὰ κατεστιγμένα Arist. H. A. 6, 2; τὴν χροιὰν κατέστικται D. Cass. 43, 23; a. Sp.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… … Dictionary of Greek
αιτιότητα — Κατά γενική έννοια, ο όρος α. δηλώνει τη σχέση ανάμεσα σε δύο στοιχεία ή δύο έννοιες, η δεύτερη από τις οποίες (αποτέλεσμα) μπορεί δυνητικά να προβλεφθεί με αφετηρία την πρώτη (αιτία). Ως ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της φύσης, η αρχή της α.… … Dictionary of Greek
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
Σκίρων ή Σκείρων — Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, θρυλικός ληστής που σκοτώθηκε από το Θησέα. Σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ο ληστής παραμόνευε στις Σκιρωνίδες Πέτρες, που ονομάστηκαν έτσι από το μύθο αυτό και που βρίσκονταν στην ανατολική ακτή της Μεγαρίδας … Dictionary of Greek
αποβατήρια — Κατά την αρχαιότητα, έτσι αποκαλούσαν την ευχαριστήρια θυσία προς τον Δία. Προσφερόταν από τους ταξιδιώτες των πλοίων, κατά την αποβίβασή τους στην ξηρά, όταν είχαν καλό καιρό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Γι’ αυτό τον λόγο o Δίας λεγόταν… … Dictionary of Greek
τετραδιστές — Κατά την ελληνική αρχαιότητα τ. ονομάζονταν γενικά οι άνθρωποι, οι οποίοι ήταν προορισμένοι από τη μοίρα να περάσουν τη ζωή τους με μόχθο, όπως ο Ηρακλής, ο οποίος γεννήθηκε κατά την τέταρτη ημέρα του μήνα έκανε μεγάλους άθλους για χάρη της… … Dictionary of Greek